Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

λιώνω

  • 1 перетопить

    λιώνω, τήκω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перетопить

  • 2 растаивать

    λιώνω, τήκω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > растаивать

  • 3 перетопить

    ρ.σ.μ.
    (γραμμ. στοιχεία βλ. топить 1).
    1. ανάβω, ανάπτω•

    перетопить все пчи ανάβω όλες τις θερμάστρες ή τους φούρνους.

    2. ανάβω ξανά.
    3. καίω, καταναλώνω•

    перетопить все дрова καίω ολα τα καυσόξυλα.

    ρ.σ.μ.
    (γραμμ. στοιχεία βλ. топить 2).
    1. λιώνω, τήκω;•

    перетопить воск λιώνω το κηρί•

    перетопить сало λιώνω το λίπος.

    2. λιώνω (όλο, όλα, πολύ, πολλά).
    τήκομαι, λιώνω.
    -топлю, -топишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетопленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    πνίγω (για όλους, πολλούς).
    πνίγομαι • βουλιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > перетопить

  • 4 томить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. томленный, βρ: -лен, -лена, -лею
    ρ.δ.μ.
    1. καταπονώ, λιώνω, βασανίζω•

    томить работой κατεξαντλώ στη δουλειά•

    томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή•

    бессонница -ит η αϋπνία με κατατρύχει.

    2. μαγειρεύω πνικτό (στον) ατμό (σε κλειστό δοχείο).
    3. λιώνω το μαντέμι. || διατηρώ σε κατάλληλες συνθήκες•

    томить табак διατηρώ καλά τον καπνό.

    1. καταπονούμαι, βασανίζομαι, λιώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή.
    2. μαγειρεύομαι σε κλειστό δοχείο (με τον ατμό).
    3. διατηρούμαι σε κατάλληλες συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > томить

  • 5 топить

    топлю, топишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. ανάβω• καίω•

    топить печку ανάβω τη θερμάστρα.

    || θερμαίνω, ζεσταίνω•

    топить комнату ζεσταίνω το δωμάτιο.

    1. καίω•

    печь -ится η θερμάστρα καίει.

    2. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι.
    ρ.δ. μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. топить 1).
    1. λιώνω, τήκω•

    топить масло λιώνω το βούτυρο•

    топить воск λιώνω το κηρί•

    топить олово λιώνω τον κασσίτερο.

    2. σιγοβράζω, βράζω με λίγη φωτιά•

    топить молоко σιγοβράζω το γάλα.

    1. λιώνω, τήκομαι.
    2. σιγοβράζω.
    ρ.δ. μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. топить 1).
    1. βυθίζω, ποντίζω• βουλιάζω. || πνίγω στο νερό.
    2. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω.
    3. καταβρέχω, κατακλύζω, πλημμυρίζω.
    4. μτφ. (για αισθήματα, σκέψεις) καταστέλλω, πνίγω.
    1. βυθίζομαι, ποντίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. πνίγομαι•

    он с горя побежал топить αυτός από τη στενοχώρια έτρεξε να πνιγεί.

    Большой русско-греческий словарь > топить

  • 6 натаять

    -аю, -аешь
    ρ.σ.
    1. μ. λιώνω•

    ведро снегу λιώνω ένα κουβά χιόνι•

    натаять льду λιώνω πάγο.

    2. απρόσ. λιώνω•

    -ло много сн-гу έλιωσε πολύ χιόνι.

    Большой русско-греческий словарь > натаять

  • 7 натопить

    -оплю, -опишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натопленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    καίω θερμαίνω, ζεσταίνω•

    натопить печь καίω τη θερμάστρα ή το φούρνο•

    натопить квартиру θερμαίνω το διαμέρισμα.

    καίω θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι.
    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. натопить).
    1. λιώνω, ρευστοποιώ (πολύ, πολλά)•

    натопить воску λιώνω πολύ κηρί•

    натопить кастрюлю жиру λιώνω μια κατσαρόλα λίπος.

    2. διαλύω• ετοιμάζω•

    натопить молоко ετοιμάζω (διαλύοντας γάλα συμπυκνωμένο).

    λιώνω, τήκομαι, ρευστοποιούμαι•

    из снега -лось ведро воды από το χιόνι βγήκε.(έλιωσε) ένας κουβάς νερό.

    Большой русско-греческий словарь > натопить

  • 8 вытопить

    -плю, -пишь
    ρ.σ.μ.
    ανάβω, καίω• ζεσταίνω, θερμαίνω•

    вытопить печь ανάβω τη σόμπα•

    вытопить комнату ζεσταίνω το δωμάτιο.

    ανάβω, καίω• ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι.
    -плю, -пишь
    ρ.σ.μ.
    λιώνω, τήκω•

    вытопить сало λιώνω το λίπος (ξίγκι).

    λιώνω, τήκομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вытопить

  • 9 изныть

    -ною, -ноешь
    ρ.σ. βασανίζομαι μαραζώνω, φθίνω, λιώνω σβήνω•

    изныть от жары λιώνω από τη ζέστη•

    изныть от жижды σβήνω από τη δίψα•

    изныть от тоски λιώνω από τη θλίψη.

    Большой русско-греческий словарь > изныть

  • 10 истопить

    -оплю, -опишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истопленный, -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ανάβω• θερμαίνω. || καταναλώνω για θέρμανση.
    ανάβω, θερμαίνομαι.
    ρ.σ.μ.
    (γραμμ. στοιχεία βλ. истопить 1) λιώνω θερμαίνοντας•

    истопить всё сало λιώνω όλο το λίπος.

    λιώνω•

    воск весь истопился όλο το κηρί έλιωσε.

    Большой русско-греческий словарь > истопить

  • 11 морить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. морёный κ. βρ: -рён, -рена, -рено
    ρ.δ.μ.
    1. φαρμακώνω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, εξαφανίζω, ξεπατώνω, ξεπαστρεύω, ξεκάνω•

    морить крыс, клопов ξεκάνω τους αρουραίους, τους κοριούς.

    2. μτφ. κατεξαντλώ, λιώνω, πεθαίνω•

    морить голодом λιώνω α-πο την πείνα.

    3. μειώνω, μετριάζω, κόβω (οξύτητα, καυστικότητα κ.τ.τ.).
    4. (διαλκ.) σβήνω (τα κάρβουνα).
    5. βάφω με υπομελανό χρώμα.
    1. εξοντώνομαι, εξολοθρεύομαι, εξαφανίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. μαραζώνω, φθίνω, λιώνω• βασανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > морить

  • 12 протопить

    ρ.σ.μ.
    1. ανάβω• καίω•

    протопить печку ещё раз ανάβω τη θερμάστρα ακόμα μια φορά.

    2. καίω (για ένα χρον. διάστημα).
    1. ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι κανονικά.
    2. σβήνω, παύω να καίω, να θερμαίνω.
    ρ.σ.μ.
    λιώνω, τήκω•

    протопить сало λιώνω το λίπος.

    || λιώνω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > протопить

  • 13 растопить

    ρ.σ.μ. ανάβω•

    растопить печь ανάβω τη θερμάστρα ή το φούρνο.

    ανάβω•

    печка -лась η θερμάστρα άναψε.

    ρ.σ.μ. λιώνω, τήκω θερμαίνοντας•, растопить воск λιώνω το κηρί.
    λιώνω, τήκομαι•

    воск -лся το κηρΊ έλιωσε.

    Большой русско-греческий словарь > растопить

  • 14 таять

    Русско-греческий словарь > таять

  • 15 выплавить

    ρ.σ.μ. λιώνω, τήκω (μέταλλα).
    λιώνω, τήκομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выплавить

  • 16 измучить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. измученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. βασανίζω, τυραννώ. || εξαντλώ, λιώνω, τσακίζω•

    непосильная работа -ла меня η βαριά δουλειά με τσάκισε.

    υποφέρω, βασανίζομαι, τυραννιέμαι. || εξαντλούμαι, τσακίζομαι, λιώνω.

    Большой русско-греческий словарь > измучить

  • 17 изнурить

    -ρί)
    -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изнуренный, βρ: -рен, -рена, -рен5
    ρ.σ.μ. καταπονώ, εξαντλώ, λιώνω.
    καταπονούμαι, εξαντλούμαι, λιώνω.

    Большой русско-греческий словарь > изнурить

  • 18 надсадить

    -салу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надсаженный, βρ: -жен, -а -о. (απλ.)
    1.:λιώνω, εξαντλώ, τσακίζω, καταπονώ• βλάπτω.
    2. μτφ. πληγώνω, συντρίβω, καταθλίβω.
    βλάπτομαι, τσακίζομαι• λιώνω (από υπερένταση).

    Большой русско-греческий словарь > надсадить

  • 19 наплавить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. επιμεταλλώνω.
    2. λιώνω, τήκω.
    τήκομαι, λιώνω.

    Большой русско-греческий словарь > наплавить

  • 20 натворить

    ρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) διαπράττω, δημιουργώ, κάνω (για δυσάρεστες πράξεις)•

    что ты -ил в школе? τί έκανες στο σχολείο;•

    натворить глупостей κάνω ανοησίες (τρέλλες).

    ρ.σ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натворённый, βρ: -рён, -рена, -рено διαλύω, λιώνω•

    натворить извести λιώνω ασβέστη•

    натворить тесто διαλύω ζυμάρι.

    Большой русско-греческий словарь > натворить

См. также в других словарях:

  • λιώνω — λιώνω, έλιωσα, λιωμένος βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιώνω — βλ. λειώνω* …   Dictionary of Greek

  • λιώνω — έλιωσα, λιωμένος 1. μτβ., μεταβάλλω ένα στερεό σε υγρό, ρευστοποιώ, πολτοποιώ: Έβαλα στη σάλτσα λιωμένο σκόρδο. 2. αμτβ., εξαντλούμαι, κουράζομαι: Έλιωσα από τη ζέστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • αναχωνεύω — ευσα, εύτηκα, εμένος, λιώνω μέταλλα, ανασυνθέτω: Για να αναχωνευτούν τα μέταλλα απαιτούνται υψηλές θερμοκρασίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλύω — και διαλύνω διέλυσα, διαλύθηκα, διαλυμένος 1. αποσυνθέτω, αποσυνδέω, χωρίζω ένα σύνολο στα μέλη του: Ο μηχανικός διέλυσε τη μηχανή του αυτοκινήτου μου. 2. προκαλώ τη διάλυση στερεού σώματος σε υγρό, λιώνω: Για να κάνεις άλμη, χρειάζεται να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμινεύω — καμίνευσα, καμινεύτηκα, καμινευμένος, λιώνω μετάλλευμα στο καμίνι, ανθρακοποιώ ξύλα, ασβεστοποιώ πέτρες: Καμινεύει μέταλλα από το πρωί ως το βράδυ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταντώ — και καταντάω και κατανταίνω κατάντησα, καταντημένος 1. φτάνω σε κάποιο σημείο, καταλήγω κάπου, περιέρχομαι σε άθλια κατάσταση: Από πλούσιος κατάντησε φτωχός. 2. κάνω κάποιον να καταλήξει κάπου, τον φέρνω σε άθλια κατάσταση: Για ιδές πώς με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαραζιάζω — μαράζιασα, μαραζιασμένος 1. μτβ., μαραίνω, προκαλώ μαρασμό: Η ξενιτιά τον μαράζιασε. 2. αμτβ., μαραίνομαι, λιώνω: Μαράζιασα από νοσταλγία για την πατρίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»