-
1 φθαρτικός
A destructive, c. gen., φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία one of another, Arist.Ph. 192a21;ἡ κακία φ. ἀρχῆς Id.EN 1140b19
;πόλεως φ. Id.Pol. 1281a20
: abs., Id.Po. 1452b11; opp. ποιητικός, γενητικός, Id.Top. 114b17, 124a25;ζῷα οὐ φ. Porph.Abst.1.11
;φ. φαρμακεῖαι Plu. 2.134e
; φάρμακα deadly poisons, Dsc.3.45; ἐμβρύων φ., v. l. for φθόριος, Id.2 166, cf. 1.105;φ. δύναμις Gal.11.764
. Adv. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθαρτικός
См. также в других словарях:
φθαρτικός — ή, ό / φθαρτικός, ή, όν, ΝΑ βλαβερός, ολέθριος νεοελλ. ιατρ. φθαρτογενής. επίρρ... φθαρτικώς / φθαρτικῶς, ΝΑ, και φθαρτικά Ν με καταστρεπτικό, επιβλαβή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. τικός) … Dictionary of Greek