-
21 διαφθαρτικος
-
22 φθαρτική
-
23 φθαρτικῇ
-
24 φθαρτικής
-
25 φθαρτικῆς
-
26 φθαρτικαίς
-
27 φθαρτικαῖς
-
28 φθαρτικοίς
-
29 φθαρτικοῖς
-
30 φθαρτικού
-
31 φθαρτικοῦ
-
32 φθαρτικώ
-
33 φθαρτικῷ
-
34 φθαρτικώς
-
35 φθαρτικῶς
-
36 φθαρτικάς
φθαρτικά̱ς, φθαρτικόςdestructive: fem acc pl -
37 θρεπτικός
A able to feed or rear, τινος Pl.Plt. 267b, cf. 276b, 276c; nourishing,- ώτερα μῆλα Diph.Siph.
ap. Ath.3.82f; - ώτατος οἶνος Mnesith.ib.1.32d.II of or promoting growth,ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς θ. καὶ γεννητική Arist.de An. 416a19
; ἡ θ. ψυχή ib. 415a23; τὸ θ. the principle of growth, Id.EN 1102b11; ἡ θ. καὶ αὐξητικὴ ζωή ib. 1098a1; opp. φθαρτικός, Polystr.p.23 W. Adv.- κῶς Porph.Gaur.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρεπτικός
-
38 ὑποστατικός
2 abs., patient, steadfast, firm, Arist.EE 1222a33 ([comp] Comp.);ἔν τινι D.S.20.78
. Adv- κῶς Plb.5.16.4
.II belonging to substance, substantial, Arr. Epict.1.20.17.2 c. gen. rei, giving substance to, causing the existence of,τῶν ὅλων Procl. in Prm.p.537
S., cf. Inst.25, Herm. in Phdr.p.136 A., Dam.Pr. 300; opp. φθαρτικός, Ammon. in Porph.103.15.III -κόν, τό, entrance-fee paid by initiates, IG5(1).1390.50 (Andania, i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστατικός
-
39 διαφθαρτικός
δια-φθαρτικός, ή, όν, verderblich -
40 παραφθαρτικός
παρα-φθαρτικός, ή, όν, zu verderben geschickt, vernichtend
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φθαρτικός — destructive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικός — ή, ό / φθαρτικός, ή, όν, ΝΑ βλαβερός, ολέθριος νεοελλ. ιατρ. φθαρτογενής. επίρρ... φθαρτικώς / φθαρτικῶς, ΝΑ, και φθαρτικά Ν με καταστρεπτικό, επιβλαβή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. τικός) … Dictionary of Greek
φθαρτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί φθορά, καταστρεπτικός, φθοροποιός, επιβλαβής. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εξωτερικό φθαρτό εμβρυϊκό υμένα: Φθαρτικά κύτταρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθαρτικά — φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc pl φθαρτικά̱ , φθαρτικός destructive fem nom/voc/acc dual φθαρτικά̱ , φθαρτικός destructive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικώτερον — φθαρτικός destructive adverbial comp φθαρτικός destructive masc acc comp sg φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικῶν — φθαρτικός destructive fem gen pl φθαρτικός destructive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικόν — φθαρτικός destructive masc acc sg φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικώτατα — φθαρτικός destructive adverbial superl φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικώτατον — φθαρτικός destructive masc acc superl sg φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικαῖς — φθαρτικός destructive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικαί — φθαρτικός destructive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)