-
1 φθέγμα
A sound of the voice, voice, Pi.P.8.31, A.Pr. 588 (lyr.), S.OC 1623, Ar.Nu. 319 (anap.), etc.; periphr. of a person, ὦ φθέγμ' ἀναιδές, for ὦ φθεγξάμενε ἀναιδῆ, S.OC 863, cf. Aj.14, El. 1225.
См. также в других словарях:
φθέγμα — και φθέγγμα, τὸ, Α [φθέγγομαι] 1. φωνή («μὴ γένοιτο ἑκάστῳ τὸ φθέγμα», Πλάτ.) 2. λαλιά («καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο», Σοφ.) 3. λόγος, ομιλία 4. φωνή τών πτηνών 5. μυκηθμός ταύρου 6. μουσικός φθόγγος 7. κελάηδημα … Dictionary of Greek