-
1 φηλόω
A cheat, deceive,ἐφήλωσεν φρένας A.Ag. 492
;ἐπέεσσιν A.R.3.983
;λώβαισι καὶ κλαυθμοῖσι Lyc.785
, cf. Men.17:—[voice] Pass.,γλώσσαις φηλούμενοι E.Supp. 243
. -
2 φήλωμα
-
3 φήλωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φήλωσις
-
4 φῆλος
-
5 φαλύσσεται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαλύσσεται
-
6 φιλητεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλητεύω
-
7 φιλήτης
A thief, voc.φιλῆτα Archil.46
, h.Merc. 446; φῶτες φιλῆται ib.67; φιλητέων ὄρχαμος ib. 175 (prob.);φιλήτης ἀνήρ A.Ch. 987
( 1001); , cf. Ichn. 332;ὃς δὲ γυναικὶ πέποιθε, πέποιθ' ὅ γε φιλήτῃσι Hes.Op. 375
;Ἑρμῆς φιλήτης Hellanic.19
(b) J.;Ἑρμῆς φιλητῶν ἄναξ E.Rh. 217
; τῶν φιλητέων.. ἄνακτα (sc. Ἑρμῆν) Epigr.Gr.1108 (Chios, date unknown);φιλήτης ὁ Ἔρως καλοῖτ' ἄν AP5.308
(Dioph.);οὐκέτι χεῖρες ἔπαγροι φιλητέων Call.Hec.1.4.11
; latronum more, quos φιλήτας (hostilistas, stilistas, psti[l]listas, codd.) Aegyptii vocant, Seneca Ep.51.13. (The spelling φιλ-, which is proved correct by φιλατία (q. v.), is found in Epigr.Gr.l. c., the Papyri of S.Ichn.l. c., Hellanic. l. c., Call. l. c. (tab. lign.), and the best codd. of the remaining Gr. passages, cf. Trypho and Hdn.Gr. ap. Choerob. in An.Ox.2.271; φιλ- also in Hsch., Suid.; φηλ- has MS. authority in Hes. l. c. ( φιλ- Sch.Vett. cited by Eust.194.31), E. l. c., etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλήτης
См. также в других словарях:
θηλειά — και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η 1. βρόχος («μού βαλε θηλειά στο λαιμό») 2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά 3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι 4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ όπου περνά το κουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
φηλί — το, Ν (μόνον στη φρ.) «είναι φηλί κλειδί» είναι αχώριστοι φίλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί υποκορ. τής λ. θηλέα / θηλ(ε)ιά / φηλ(ε)ιά, η οποία, εκτός από την κύρια σημ. «βρόχος», μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει γενικά μια κοιλότητα μέσα στην … Dictionary of Greek