-
1 Φιλητάς
-
2 Φιλητᾶς
-
3 φιλητάς
-
4 φιλητᾶς
-
5 Φιλήτας
Φιλήτᾱς, Φιλήτηςthief: masc acc plΦιλήτᾱς, Φιλήτηςthief: masc nom sg (epic doric aeolic) -
6 φιλητάς
φιλητά̱ς, φιλητήςlover: masc acc plφιλητά̱ς, φιλητήςlover: masc nom sg (epic doric aeolic)φιλητά̱ς, φιλητόςto be loved: fem acc pl -
7 φιλήτας
φιλήτᾱς, φιλήτηςthief: masc acc plφιλήτᾱς, φιλήτηςthief: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 Φιλητά
-
9 Φιλητάν
Φιλήτηςthief: masc gen pl (doric aeolic)Φιλητᾶ̱ν, Φιλητᾶςmasc gen pl (doric aeolic)Φιλητᾶςmasc acc sg (doric) -
10 Φιλητᾶν
Φιλήτηςthief: masc gen pl (doric aeolic)Φιλητᾶ̱ν, Φιλητᾶςmasc gen pl (doric aeolic)Φιλητᾶςmasc acc sg (doric) -
11 Φιλητάι
-
12 Φιλητᾶι
-
13 Φιλητή
-
14 Φιλητῇ
-
15 Φιλητής
-
16 Φιλητῆς
-
17 Φιληταίς
-
18 Φιληταῖς
-
19 Φιλητού
-
20 Φιλητοῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Φιλητᾶς — masc acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλητάς — Ποιητής από την Κω (μεταξύ 340 – 285 π.Χ.), ιδρυτής της αλεξανδρινής ποιητικής σχολής. Αναφέρεται και ως Φιλήτας. Μερικές πηγές αναφέρουν πως ήταν από τη Ρόδο. Ο πατέρας του λεγόταν Τήλεφος. Έζησε την εποχή του Φιλίππου B’ και Αλεξάνδρου της… … Dictionary of Greek
φιλητᾶς — φιλητός to be loved fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητάς — φιλητά̱ς , φιλητής lover masc acc pl φιλητά̱ς , φιλητής lover masc nom sg (epic doric aeolic) φιλητά̱ς , φιλητός to be loved fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλήτας — Φιλήτᾱς , Φιλήτης thief masc acc pl Φιλήτᾱς , Φιλήτης thief masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήτας — φιλήτᾱς , φιλήτης thief masc acc pl φιλήτᾱς , φιλήτης thief masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλητάς, Χριστόφορος — (Ήπειρος 1787 – Αθήνα 1867). Έλληνας φιλόλογος, γιατρός και δοκιμιογράφος. Σπούδασε αρχικά ιατρική στην Ιταλία και αργότερα φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Καντέρμπουρι. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε διευθυντής στο λύκειο της… … Dictionary of Greek
Φιληταῖς — Φιλητᾶς masc dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλητοῦ — Φιλητᾶς masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλητᾶ — Φιλητᾶς masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλητᾷ — Φιλητᾶς masc dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)