-
1 φερεγγυος
2являющийся залогом, т.е. надежный, обеспечивающий, достаточный(φρούρημα, προστάται Aesch.)
τί γὰρ κελεύεις ὧν ἐγὼ φ. ; Soph. — что велишь ты мне из того, что мне под силу?;πρὸς τὰ δεινὰ φερεγγυώτατος ἐφάνη Thuc. — он оказался чрезвычайно стойким перед лицом опасностей;οὐ φ. εἰμι Her. — я не в состоянии -
2 φερέγγυος
φερέγγυοςgiving surety: masc /fem nom sg -
3 φερέγγυος
A giving surety:—hence, generally, to be depended upon, trusty, φρούρημα, προστάται, σθένος, A.Th. 449, 797, Eu.87: c. inf., capable, sufficient,οὐ φ. εἰμι δύναμιν παρασχεῖν τοσαύτην Hdt.5.30
;λιμὴν φ. διασῶσαι τὰς νέας Id.7.49
, cf. A.Th. 396, 470: c. gen. rei, warrant for a thing, able to answer for,τί.. κελεύεις, ὧν ἐγὼ φ.; S.El. 942
; trusty in face of danger,πρὸς τὰ δεινὰ φερεγγυώτατος Th.8.68
.—Cf. ἐχέγγυος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερέγγυος
-
4 φερέγγυος
α, ο [ος, ον ] платёжеспособный, кредитоспособный; надёжный (о плательщике и т. п.) -
5 φερέγγυος
[фэрэнгиос] επ платежеспособный, надёжный. -
6 φερέγγυος
φερ-έγγυος, Bürgschaft bringend, bürgend, Bürgschaft leistend, im Stande seiend Bürgschaft zu leisten, vermögend zu bezahlen, übh. zuverlässig, sicher, hinreichend, ausreichend -
7 φερέγγυος
1) reliable2) solventΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φερέγγυος
-
8 φερεγγυώτατον
φερέγγυοςgiving surety: masc acc superl sgφερέγγυοςgiving surety: neut nom /voc /acc superl sg -
9 φερέγγυον
φερέγγυοςgiving surety: masc /fem acc sgφερέγγυοςgiving surety: neut nom /voc /acc sg -
10 φερεγγυώτατος
φερέγγυοςgiving surety: masc nom superl sg -
11 φερεγγύοις
φερέγγυοςgiving surety: masc /fem /neut dat pl -
12 φερεγγύους
φερέγγυοςgiving surety: masc /fem acc pl -
13 φερέγγυοι
φερέγγυοςgiving surety: masc /fem nom /voc pl -
14 φερ-έγγυος
φερ-έγγυος, Bürgschaft bringend, bürgend, Bürgschaft leistend, im Stande seiend Bürgschaft zu leisten, vermögend zu bezahlen, übh. zuverlässig, sicher, hinreichend, ausreichend; c. inf., αὐτὸς μὲν οὐ φερέγγυός εἰμι δύναμιν τοσαύτην παρασχεῖν Her. 5, 30; λιμὴν φερέγγυος διασῶσαι τὰς νέας 8, 49, 1, geeignet die Schiffe zu bergen; τίς Προίτου πυλῶν κλείϑρων λυϑέντων προστατεῖν φερέγγυος Aesch. Spt. 396, vgl. 452. 779 Eum. 87; τί γὰρ κελεύεις, ὧν ἐγὼ φερέγγυος Soph. El. 930; πρὸς τὰ δεινὰ ἐπειδήπερ ὑπέστη, φερεγγυώτατος ἐφάνη Thuc. 8, 68.
-
15 προ-στατέω
προ-στατέω, vorstehen, Vorsteher sein; Ar. sagt komisch ἀναίδεια μόνη προστατεῖ τῶν ῥητόρων, Equ. 324; ἧς πόλεως προστατεῖ, Plat. Gorg. 519 c; Lach. 197 e; τῆς πόλεως, Xen. Mem. 1, 1, 8; Folgende; τῶν πραγμάτων, Pol. 5, 35, 7 u. öfter. – Zum Schutze davorstehen, beschützen, vertheidigen, τίς Προίτου πυλῶν προστατεῖν φερέγγυος, Aesch. Spt. 378; δωμάτων, χϑονός, Eur. El. 932 Heracl. 207; auch in Prosa: τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευϑε-ρίας, Pol. 27, 4, 7; auch pass., ὑπ' αὐτῶν προστατεῖσϑαι, Xen. Hier. 5, 1; – bevorstehen, ὁ προστατῶν χρόνος, Soph. El. 771.
-
16 φερεγγύω
-
17 φερεγγύῳ
См. также в других словарях:
φερέγγυος — giving surety masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέγγυος — α, ο / φερέγγυος, ον, ΝΜΑ αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.) αρχ. 1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι 2. (με απρμφ.)… … Dictionary of Greek
φερέγγυος — α, ο αυτός που αποτελεί εγγύηση, ο εχέγγυος, ο αξιόπιστος, ο αξιόχρεος, ο ασφαλής: Φερέγγυος χρεώστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φερεγγυώτατον — φερέγγυος giving surety masc acc superl sg φερέγγυος giving surety neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέγγυον — φερέγγυος giving surety masc/fem acc sg φερέγγυος giving surety neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεγγυώτατος — φερέγγυος giving surety masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεγγύοις — φερέγγυος giving surety masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεγγύους — φερέγγυος giving surety masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεγγύῳ — φερέγγυος giving surety masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερέγγυοι — φερέγγυος giving surety masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφερέγγυος — α, ο μη φερέγγυος, αναξιόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φερέγγυος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek