Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

φερε-σσᾰκής

См. также в других словарях:

  • φερέσβιος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που παράγει τα χρήσιμα και κατάλληλα για τη ζωή 2. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. για μετρικούς λόγους, αντί τού αναμενόμενου *φερέβιος (< φέρω* + βίος) αναλογικά προς τους τ.: φερε σσακής*… …   Dictionary of Greek

  • tu̯akos —     tu̯akos     English meaning: skin     Deutsche Übersetzung: “Haut”     Grammatical information: n.     Material: O.Ind. tvacas ‘skin” (in compound as hiranya tvacas “goldfellig” and in tvacasya “in the skin situated”), besides tvák f. ‘skin,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»