-
1 φερεσσακης
См. также в других словарях:
φερέσβιος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που παράγει τα χρήσιμα και κατάλληλα για τη ζωή 2. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. για μετρικούς λόγους, αντί τού αναμενόμενου *φερέβιος (< φέρω* + βίος) αναλογικά προς τους τ.: φερε σσακής*… … Dictionary of Greek
tu̯akos — tu̯akos English meaning: skin Deutsche Übersetzung: “Haut” Grammatical information: n. Material: O.Ind. tvacas ‘skin” (in compound as hiranya tvacas “goldfellig” and in tvacasya “in the skin situated”), besides tvák f. ‘skin,… … Proto-Indo-European etymological dictionary