Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

φερεσσακής

См. также в других словарях:

  • φερεσσακής — ές, Α (ποιητ.) 1. (για πρόσ.) αυτός που φέρει ασπίδα, φέρασπις* 2. (για πράγμ.) αυτός από τον οποίο κρέμεται η ασπίδα ή αυτός στον οποίο προσαρμόζεται η ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + σσακής (< σάκος… …   Dictionary of Greek

  • φερεσσακέας — φερεσσακής shield bearing masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεσσακέες — φερεσσακής shield bearing masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεσσακέεσσι — φερεσσακής shield bearing masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεσσακέεσσιν — φερεσσακής shield bearing masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεσσακέος — φερεσσακής shield bearing masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεσσακέων — φερεσσακής shield bearing masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»