-
1 φενάκη
-
2 φενακη
-
3 φενάκη
-
4 φενάκη
φενάκη, ἡ, falsches Haar, Perücke -
5 φενάκη
φενά̱κη, φενάκηfalse hair: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————φενά̱κῃ, φενάκηfalse hair: fem dat sg (attic epic ionic) -
6 φενάκῃ
Βλ. λ. φενάκη -
7 φενάκη
η1) парик; 2) обман, ложь, плутни -
8 φενάκη
aldatma, hile, peruk -
9 πηνίκη
πηνίκη, ἡ, jetzt meist πηνήκη geschrieben (scheint nur andere Form von φενάκη), eigtl. Betrug, Täuschung (s. die Ableitungen), falsches Haar, Perücke; τὴν πηνήκην ἐπέϑετο, Luc. D. Mer. 12, 5, vgl. 5, 3. 11, 4; so auch Poll. 2, 30. 10, 170 u. Zonar.
-
10 φενάκαι
φενά̱κᾱͅ, φενάκηfalse hair: fem dat sg (doric aeolic) -
11 φενάκαις
φενά̱καις, φενάκηfalse hair: fem dat pl -
12 φενάκην
φενά̱κην, φενάκηfalse hair: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 φενάκης
φενά̱κης, φενάκηfalse hair: fem gen sg (attic epic ionic) -
14 πηνήκη
Grammatical information: f.Meaning: `false hair, wig' (Luc. Dial. dMer. 5. 3 etc., Phot., Poll.).Derivatives: πηνηκίζειν ἀπατᾶν H., Cratin. 319), also w. δια- (Cratin. 282); πηνηκισμάτων φενακισμάτων H.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πηνήκη
См. также в других словарях:
φενάκη — η 1. η περούκα. 2. μτφ., ψέμα, απάτη, εξαπάτηση: Οι υποσχέσεις του δικτάτορα αποτελούν φενάκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φενάκη — φενά̱κη , φενάκη false hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενάκῃ — φενά̱κῃ , φενάκη false hair fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενάκη — η, ΝΜΑ πρόσθετη τεχνητή κόμη, περούκα νεοελλ. μτφ. ψεύδος, απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος (πρβλ. και το συνώνυμο πηνήκη*)] … Dictionary of Greek
πηνήκη — και δ. γρφ. πηνίκη, ἡ, Α φενάκη, περούκα, τεχνητή κόμη («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από τη λ. πήνη*, κατά το φενάκη «τεχνητή κόμη»] … Dictionary of Greek
COLLYRA seu COLLYRIS — COLLYRA, seu COLLYRIS Graece Κολλύρα, et Κολλυρὶς, pastillus, seu parvus panis, in cinere coctus, atque inde cineribus fordidus. Hesychius: Ολλύρα, Θεόφραςος ἐπὶ τῶ ἐκ τέφρας πεπλασ μεν´ων. Aliter ἄκολος etc. Hinc κολλύρια, ocularia medicamenta,… … Hofmann J. Lexicon universale
έντριχος — ἔντριχος, ον (AM) ο γεμάτος τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός μσν. αυτός που έχει πάνω τις τρίχες του («ἔντριχον δέρμα», Τζέτζ.) αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἔντριχον, ἀσθενές» 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριχον περούκα, φενάκη, προσθετή κόμη … Dictionary of Greek
περικεφαλαία — Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη… … Dictionary of Greek
προκόμιον — τὸ, Α 1. η τούφα από τη χαίτη τού αλόγου που πέφτει στο μέτωπο 2. (σχετικά με πρόσ.) το τσουλούφι, η φούντα 3. ψεύτικα μαλλιά που συνήθιζαν να φορούν οι Περσίδες και οι Ελληνίδες γυναίκες στο μέτωπο, φενάκη, περούκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόμιον … Dictionary of Greek
φέναξ — ακος, ὁ και ἡ, Α 1. (ως ουσ. και ως επίθ.) φενακιστής, απατεώνας (α. «ὡς ἦν ἀλαζὼν καὶ φέναξ», Αριστοφ. β. «λόγον οὐ φένακα», Φίλ.) 2. κωμική ονομασία τού πτηνού φοῑνιξ* 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Φένακες·(στην Αθήνα) δαίμονες τής απάτης, στους … Dictionary of Greek
φενακίζω — ΝΜΑ, και φαινακίζω Μ [φέναξ, ακος] εξαπατώ, παραπλανώ μσν. φορώ φενάκη, φορώ περούκα, εμφανιζόμενος έτσι με διαφορετική μορφή αρχ. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι ως φενακιστής, ως απατεώνας … Dictionary of Greek