-
1 πηνήκη
-
2 πηνηκη
v. l. πηνίκη ἥ парик Arph., Luc. -
3 πηνήκη
πηνήκηfalse hair: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 πηνήκη
Grammatical information: f.Meaning: `false hair, wig' (Luc. Dial. dMer. 5. 3 etc., Phot., Poll.).Derivatives: πηνηκίζειν ἀπατᾶν H., Cratin. 319), also w. δια- (Cratin. 282); πηνηκισμάτων φενακισμάτων H.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πηνήκη
-
5 πηνήκη
πηνήκ-η, ἡ, -
6 πηνήκαις
πηνήκηfalse hair: fem dat pl -
7 πηνήκην
πηνήκηfalse hair: fem acc sg (attic epic ionic) -
8 πηνήκης
πηνήκηfalse hair: fem gen sg (attic epic ionic) -
9 πηνικη
-
10 πηνίκη
πηνίκη, ἡ, jetzt meist πηνήκη geschrieben (scheint nur andere Form von φενάκη), eigtl. Betrug, Täuschung (s. die Ableitungen), falsches Haar, Perücke; τὴν πηνήκην ἐπέϑετο, Luc. D. Mer. 12, 5, vgl. 5, 3. 11, 4; so auch Poll. 2, 30. 10, 170 u. Zonar.
-
11 φενάκη
См. также в других словарях:
πηνήκη — false hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνήκη — και δ. γρφ. πηνίκη, ἡ, Α φενάκη, περούκα, τεχνητή κόμη («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από τη λ. πήνη*, κατά το φενάκη «τεχνητή κόμη»] … Dictionary of Greek
πηνήκαις — πηνήκη false hair fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνήκην — πηνήκη false hair fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνήκης — πηνήκη false hair fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνίκη — ἡ, Α βλ. πηνήκη … Dictionary of Greek
πηνηκίζω — και πηνικίζω Α [πηνήκη] φενακίζω, απατώ, εξαπατώ … Dictionary of Greek
φενάκη — η, ΝΜΑ πρόσθετη τεχνητή κόμη, περούκα νεοελλ. μτφ. ψεύδος, απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος (πρβλ. και το συνώνυμο πηνήκη*)] … Dictionary of Greek