-
1 φατνίον
φατνίονsocket: neut nom /voc /acc sg -
2 φάτνιον
φάτνιοςmasc acc sg -
3 φατνίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φατνίον
-
4 φατνία
φατνίονsocket: neut nom /voc /acc pl -
5 лунка
лу́нкаж1. ἡ κοιλότητα [-ης]·2. анат. τό φατνίον. -
6 φατνίοις
φάτνιοςmasc dat plφατνίονsocket: neut dat pl -
7 φατνίου
φάτνιοςmasc gen sgφατνίονsocket: neut gen sg -
8 φατνίω
-
9 φατνίῳ
-
10 φατνίων
φάτνιοςmasc gen plφατνίονsocket: neut gen pl -
11 φάτνωμα
A coffered work in a ceiling, A.Fr.78: pl., coffers or compartments, Plb. 10.27.10, Callix.2;ξύλινα φ. IGRom.4.556
([place name] Ancyra).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάτνωμα
См. также в других словарях:
φατνίον — socket neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτνιον — φάτνιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατνία — φατνίον socket neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
συμφατνία — η, Ν ιατρ. η διάπλαση τών ριζών δύο δοντιών μέσα στο ίδιο φατνίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φατνίον (< φάτνη)] … Dictionary of Greek
φατνίο — το / φατνίον, ΝΜΑ [φάτνη] 1. υποκορ. τ. τού φάτνη 2. ανατ. καθένα από τα κοιλώματα τού οστού τής φατνιακής απόφυσης τής άνω και κάτω γνάθου, τα οποία υποδέχονται τις ρίζες τών δοντιών … Dictionary of Greek
φατνίοις — φάτνιος masc dat pl φατνίον socket neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατνίου — φάτνιος masc gen sg φατνίον socket neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατνίων — φάτνιος masc gen pl φατνίον socket neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατνίῳ — φάτνιος masc dat sg φατνίον socket neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)