-
1 φανος
I3[φαίνω]1) светлый, яркий(πῦρ Plat.)
2) белоснежный, чистый(χλαῖνα Arph.)
3) безмятежный, радостный(εὐφροσύναι Aesch.; βίος Plat.)
4) прославленный, знаменитый(ἐλλόγιμος καὴ φ. Plat.)
IIὅ факел, светоч Arph., Anth.ὑπὸ φανοῦ Xen. — при свете факела
-
2 φανός
-
3 φανός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φανός
-
4 φανός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φανός
-
5 φανός
факел, фонарь, светоч.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φανός
-
6 πανος
-
7 υπερηφανος
-
8 μαγικός
η, ό[ν] 1.1) магический, волшебный, относящийся к волшебству, магии;μαγικός καθρέφτης — волшебное зеркало;
μαγική ράβδος — или μαγικό ραβδί — волшебная палочка;
μαγική εικόνα — загадочная картинка;
2) волшебный, чарующий;τί μαγική βραδιά! — какой волшебный вечер!, какая волшебная ночь!;
§ μαγικ φανός — волшебный фонарь;
2.: -
9 5322
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5322
См. также в других словарях:
Φανός — shining masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φᾶνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανός — I Το μεγαλύτερο νησί της συστάδας των Οθωνών. Bλ. λ. Οθωνοί. II Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 375), στην επαρχία Παιονίας του… … Dictionary of Greek
φανός — φᾱνός , φανός 1 shining masc nom sg φᾱνός , φανός 2 shining masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανός — ο 1. υαλόφραχτο σκεύος μέσα στο οποίο υπάρχει λυχνία, κερί ή άλλου είδους φως, το φανάρι. 2. φάρος σε λιμάνι. 3. η φωτιά που ανάβεται το βράδυ της 23ης Ιουνίου, παραμονή της γιορτής του Αϊ Γιάννη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φανοῖς — Φανός shining masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανοί — Φανός shining masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανοῦ — Φανός shining masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανούς — Φανός shining masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανῶ — Φανός shining masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανῷ — Φανός shining masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)