-
21 marked
adjective (obvious or easily noticeable: There has been a marked improvement in her work.) φανερός -
22 noticeable
adjective ((likely to be) easily noticed: There's a slight stain on this dress but it's not really noticeable.) αισθητός,φανερός,αξιοπρόσεχτος -
23 noticed
adjective (negative unnoticed). αισθητός, φανερός, αξιοπρόσεχτος -
24 заметный
[ζαμιέτνυϊ] επ. φανερός -
25 заметный
[ζαμιέτνυϊ] επ. φανερός -
26 явный
[γιάβνυϊ] εκ. φανερός -
27 заметный
[ζαμιέτνυϊ] επ φανερός -
28 заметный
[ζαμιέτνυϊ] επ φανερός -
29 явный
[γιάβνυϊ] επ φανερός -
30 выказать
кажу, -кажешьρ.σ.μ.δείχνω, επιδείχνω, εκδηλώνω•выказать признаки беспокойства δείχνω σημάδια ανησυχίας•
выказать храбрость δείχνω γενναιότητα.
1. γίνομαι, φανερός, πρόδηλος, φαίνομαι. || αποκαλύπτομαι, εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.2. προβάλλω, δείχνω τον εαυτό μου, δείχνομαι. -
31 закрытый
επ. από μτχ.1. κλεισμένος, κλειστός•дверь -ая на замок η πόρτα είναι κλειδωμένη•
-ая машина κλειστό αυτοκίνητο•
газета закрытыйая правительством εφημερίδα, κλεισυέμένη από την κυβέρνηση (που κλείστηκε από την κυβέρνηση)•
закрытый воротник κλειστός γιακάς•
-ые границы κλειστά σύνορα.
2. όχι, για όλους, για περιορισμένο αριθμό•-ое партийное собрание κλειστή κομματική συνέλευση.
3. κρυφός μη φανερός•-ая форма туберкулеза κλειστή μορφή φυματίωσης.
εκφρ.- ое голосование – μυστική ψηφοφορία•- ое письмо – κλειστό γράμμα•- ые туфли – κλειστά παπούτσια•-ое учебное заведение οικοτροφείο, εκπαιδευτήριο εσωτερικών μαθητών•в -ом помещении – σε κλειστό χώρο. -
32 зримый
επ. από μτχ.ορατός, θεατός. || μτφ. αισθητός, φανερός αξιοπαρατήρητος. -
33 нескрываемый
επ.απροκάλυπτος, ασυγκάλυ-τιτος φανερός, εμφανής. -
34 обнажённый
επ. από μτχ.1. γυμνός, γδυτός, άντυτος.2. (για φυτά) χωρίς φύλλωμα. || (για τόπο) φαλακρός, χωρίς βλάστηση.4. ξέσκεπος, ακάλυπτος. || μτφ. φανερός, ολοφάνερος. -
35 обнаружить
-жу, -жишьρ.σ.μ.1. αποκαλύπτω, φανερώνω, εμφανίζω, εμφαίνω εκδηλώνω, εξωτερικεύω•обнаружить своё желание εκδηλώνω την επιθυμία μου•
обнаружить тайные замысли врагов αποκαλύπτω τα μυστικά σχέδια των εχθρών•
обнаружить преступление αποκαλύπτω το έγκλημα.
2. ανεβρί-σκω•обнаружить противника ανεβρίσκω τον αντίπαλο.
3. διαπιστώνω.1. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, εμφανίζομαι, βγαίνω στα φόρα• εκδηλώνομαι, εξωτερικεύομαι.2. (αν ε) βρίσκομαι•потрянные письма -лись οι χαμένες επιστολές βρέθηκαν.
|| γίνομαι φανερός•скоро -лось, что... γρήγορα έγινε φανερό ότι...
-
36 обозначить
-чу, -чишь ρ.σ.μ.1. (επι)σημαίνω, σημειώνω, σημαδεύω•обозначить реки на карте σημειώνω τα ποτάμια στο χάρτη.
2. δηλώνω, δείχνω, φανερώνω• καθορίζω.3. διακρίνω, ξεχωρίζω.διακρίνομαι, ξεχωρίζω, διαγράφομαι. || γίνομαι αισθητός, φανερός, εκδηλώνομαι. -
37 определённый
επ. από μτχ.1. ορισμένος, καθορισμένος•встртиься в определённый час συναντιέμαι στην καθορισμένη ώρα.
2. αδρός, ζωηρός (για χαρακτηριστικά προσώπου).3. σαφής, ξεκάθαρος, ευκρινής•он не дал -ого ответа αυτός δεν απάντησε ξεκάθαρα.
4. ορισμένος κάποιος•в -ых условиях σε ορισμένες συνθήκες•
в -ых случаях σε ορισμένες περιπτώσεις•
это определённый успех αυτό είναι κάποια επιτυχία.
5. φανερός, ολοφάνερος, οφθαλμοφανής, εξόφθαλμος. || αναμφίβολος, αναμφισβήτητος.εκφρ.определённый член – (γραμμ.) το οριστικό άρθρο (ο, η, το). -
38 осязательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. της αφής, απτικός, θικτικός.2. αισθητός, ευδιάκριτος, φανερός. -
39 откровенный
επ., βρ: -внен, -внна, -о.1. ειλικρινής•откровенный человек ειλικρινής άνθρωπος.
2. απροκάλυπτος, ασυγκάλυπτος• απροσχημάτιστος• έκδηλος, φανερός. || ευπαρρησίαστος, ελευθερόστομος.3. (για ενδυμασία) αποκαλυπτικός (πολύ κοντός, ξελαιμιστός, έξωμος). -
40 открытый
επ. από μτχ.1. ανοιχτός•-ое окно ανοιχτό παράθυρο.
2. απροκάλυπτος•-ая местность ανοιχτό μέρος.
|| ακάλυπτος, απροστάτευτος•открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.
3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.
4. γυμνός•-ая шя γυμνός λαιμός.
|| έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•открытый ворот ανοιχτός γιακάς•
блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.
5. ελεύθερος (εισόδου)•открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•
-ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.
6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•
открытый характер ευθύς χαρακτήρας.
7. του είδους, της μορφής•-ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.
8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.εκφρ.открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•- ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•- ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•- ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•- ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•под -ым небом – στο ύπαιθρο•с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•в -ом поле – στο ύπαιθρο.
См. также в других словарях:
φανερός — visible masc nom sg φανερός visible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανερός — ή, ό / φανερός, ά, όν, ΝΜΑ, και θηλ. και ός, και φανειρός, ά, όν, Α 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.) 2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς]… … Dictionary of Greek
φανερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, ευδιάκριτος: Από εδώ είναι φανερό το μονοπάτι. 2. σαφής, ξεκάθαρος: Είναι φανερή συκοφαντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φανερώτερον — φανερός visible adverbial comp φανερός visible masc acc comp sg φανερός visible neut nom/voc/acc comp sg φανερός visible masc acc comp sg φανερός visible neut nom/voc/acc comp sg φανερός visible adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανερωτάτων — φανερός visible fem gen superl pl φανερός visible masc/neut gen superl pl φανερός visible fem gen superl pl φανερός visible masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανερωτέραις — φανερός visible fem dat comp pl φανερωτέρᾱͅς , φανερός visible fem dat comp pl (attic) φανερός visible fem dat comp pl φανερωτέρᾱͅς , φανερός visible fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανερωτέρων — φανερός visible fem gen comp pl φανερός visible masc/neut gen comp pl φανερός visible fem gen comp pl φανερός visible masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανερά — φανερός visible neut nom/voc/acc pl φανερά̱ , φανερός visible fem nom/voc/acc dual φανερά̱ , φανερός visible fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φανερός visible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανερόν — φανερός visible masc acc sg φανερός visible neut nom/voc/acc sg φανερός visible masc/fem acc sg φανερός visible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανερώτατα — φανερός visible adverbial superl φανερός visible neut nom/voc/acc superl pl φανερός visible adverbial superl φανερός visible neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανερώτατον — φανερός visible masc acc superl sg φανερός visible neut nom/voc/acc superl sg φανερός visible masc acc superl sg φανερός visible neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)