Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φανερός

  • 21 marked

    adjective (obvious or easily noticeable: There has been a marked improvement in her work.) φανερός

    English-Greek dictionary > marked

  • 22 noticeable

    adjective ((likely to be) easily noticed: There's a slight stain on this dress but it's not really noticeable.) αισθητός,φανερός,αξιοπρόσεχτος

    English-Greek dictionary > noticeable

  • 23 noticed

    adjective (negative unnoticed). αισθητός, φανερός, αξιοπρόσεχτος

    English-Greek dictionary > noticed

  • 24 заметный

    [ζαμιέτνυϊ] επ. φανερός

    Русско-греческий новый словарь > заметный

  • 25 заметный

    [ζαμιέτνυϊ] επ. φανερός

    Русско-греческий новый словарь > заметный

  • 26 явный

    [γιάβνυϊ] εκ. φανερός

    Русско-греческий новый словарь > явный

  • 27 заметный

    [ζαμιέτνυϊ] επ φανερός

    Русско-эллинский словарь > заметный

  • 28 заметный

    [ζαμιέτνυϊ] επ φανερός

    Русско-эллинский словарь > заметный

  • 29 явный

    [γιάβνυϊ] επ φανερός

    Русско-эллинский словарь > явный

  • 30 выказать

    кажу, -кажешь
    ρ.σ.μ.
    δείχνω, επιδείχνω, εκδηλώνω•

    выказать признаки беспокойства δείχνω σημάδια ανησυχίας•

    выказать храбрость δείχνω γενναιότητα.

    1. γίνομαι, φανερός, πρόδηλος, φαίνομαι. || αποκαλύπτομαι, εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.
    2. προβάλλω, δείχνω τον εαυτό μου, δείχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выказать

  • 31 закрытый

    επ. από μτχ.
    1. κλεισμένος, κλειστός•

    дверь -ая на замок η πόρτα είναι κλειδωμένη•

    -ая машина κλειστό αυτοκίνητο•

    газета закрытыйая правительством εφημερίδα, κλεισυέμένη από την κυβέρνηση (που κλείστηκε από την κυβέρνηση)•

    закрытый воротник κλειστός γιακάς•

    -ые границы κλειστά σύνορα.

    2. όχι, για όλους, για περιορισμένο αριθμό•

    -ое партийное собрание κλειστή κομματική συνέλευση.

    3. κρυφός μη φανερός•

    -ая форма туберкулеза κλειστή μορφή φυματίωσης.

    εκφρ.
    - ое голосование – μυστική ψηφοφορία•
    - ое письмо – κλειστό γράμμα•
    - ые туфли – κλειστά παπούτσια•
    -ое учебное заведение οικοτροφείο, εκπαιδευτήριο εσωτερικών μαθητών•
    в -ом помещении – σε κλειστό χώρο.

    Большой русско-греческий словарь > закрытый

  • 32 зримый

    επ. από μτχ.
    ορατός, θεατός. || μτφ. αισθητός, φανερός αξιοπαρατήρητος.

    Большой русско-греческий словарь > зримый

  • 33 нескрываемый

    επ.
    απροκάλυπτος, ασυγκάλυ-τιτος φανερός, εμφανής.

    Большой русско-греческий словарь > нескрываемый

  • 34 обнажённый

    επ. από μτχ.
    1. γυμνός, γδυτός, άντυτος.
    2. (για φυτά) χωρίς φύλλωμα. || (για τόπο) φαλακρός, χωρίς βλάστηση.
    4. ξέσκεπος, ακάλυπτος. || μτφ. φανερός, ολοφάνερος.

    Большой русско-греческий словарь > обнажённый

  • 35 обнаружить

    -жу, -жишь
    ρ.σ.μ.
    1. αποκαλύπτω, φανερώνω, εμφανίζω, εμφαίνω εκδηλώνω, εξωτερικεύω•

    обнаружить своё желание εκδηλώνω την επιθυμία μου•

    обнаружить тайные замысли врагов αποκαλύπτω τα μυστικά σχέδια των εχθρών•

    обнаружить преступление αποκαλύπτω το έγκλημα.

    2. ανεβρί-σκω•

    обнаружить противника ανεβρίσκω τον αντίπαλο.

    3. διαπιστώνω.
    1. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, εμφανίζομαι, βγαίνω στα φόρα• εκδηλώνομαι, εξωτερικεύομαι.
    2. (αν ε) βρίσκομαι•

    потрянные письма -лись οι χαμένες επιστολές βρέθηκαν.

    || γίνομαι φανερός•

    скоро -лось, что... γρήγορα έγινε φανερό ότι...

    Большой русско-греческий словарь > обнаружить

  • 36 обозначить

    -чу, -чишь ρ.σ.μ.
    1. (επι)σημαίνω, σημειώνω, σημαδεύω•

    обозначить реки на карте σημειώνω τα ποτάμια στο χάρτη.

    2. δηλώνω, δείχνω, φανερώνω• καθορίζω.
    3. διακρίνω, ξεχωρίζω.
    διακρίνομαι, ξεχωρίζω, διαγράφομαι. || γίνομαι αισθητός, φανερός, εκδηλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обозначить

  • 37 определённый

    επ. από μτχ.
    1. ορισμένος, καθορισμένος•

    встртиься в определённый час συναντιέμαι στην καθορισμένη ώρα.

    2. αδρός, ζωηρός (για χαρακτηριστικά προσώπου).
    3. σαφής, ξεκάθαρος, ευκρινής•

    он не дал -ого ответа αυτός δεν απάντησε ξεκάθαρα.

    4. ορισμένος κάποιος•

    в -ых условиях σε ορισμένες συνθήκες•

    в -ых случаях σε ορισμένες περιπτώσεις•

    это определённый успех αυτό είναι κάποια επιτυχία.

    5. φανερός, ολοφάνερος, οφθαλμοφανής, εξόφθαλμος. || αναμφίβολος, αναμφισβήτητος.
    εκφρ.
    определённый член – (γραμμ.) το οριστικό άρθρο (ο, η, το).

    Большой русско-греческий словарь > определённый

  • 38 осязательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    1. της αφής, απτικός, θικτικός.
    2. αισθητός, ευδιάκριτος, φανερός.

    Большой русско-греческий словарь > осязательный

  • 39 откровенный

    επ., βρ: -внен, -внна, -о.
    1. ειλικρινής•

    откровенный человек ειλικρινής άνθρωπος.

    2. απροκάλυπτος, ασυγκάλυπτος• απροσχημάτιστος• έκδηλος, φανερός. || ευπαρρησίαστος, ελευθερόστομος.
    3. (για ενδυμασία) αποκαλυπτικός (πολύ κοντός, ξελαιμιστός, έξωμος).

    Большой русско-греческий словарь > откровенный

  • 40 открытый

    επ. από μτχ.
    1. ανοιχτός•

    -ое окно ανοιχτό παράθυρο.

    2. απροκάλυπτος•

    -ая местность ανοιχτό μέρος.

    || ακάλυπτος, απροστάτευτος•

    открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.

    3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•

    открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.

    4. γυμνός•

    -ая шя γυμνός λαιμός.

    || έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•

    открытый ворот ανοιχτός γιακάς•

    блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.

    5. ελεύθερος (εισόδου)•

    открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•

    -ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.

    6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•

    с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•

    открытый характер ευθύς χαρακτήρας.

    7. του είδους, της μορφής•

    -ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.

    8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.
    εκφρ.
    открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•
    - ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•
    лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•
    - ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•
    выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•
    - ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•
    открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•
    в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•
    под -ым небом – στο ύπαιθρο•
    с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•
    в -ом поле – στο ύπαιθρο.

    Большой русско-греческий словарь > открытый

См. также в других словарях:

  • φανερός — visible masc nom sg φανερός visible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανερός — ή, ό / φανερός, ά, όν, ΝΜΑ, και θηλ. και ός, και φανειρός, ά, όν, Α 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.) 2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς]… …   Dictionary of Greek

  • φανερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, ευδιάκριτος: Από εδώ είναι φανερό το μονοπάτι. 2. σαφής, ξεκάθαρος: Είναι φανερή συκοφαντία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανερώτερον — φανερός visible adverbial comp φανερός visible masc acc comp sg φανερός visible neut nom/voc/acc comp sg φανερός visible masc acc comp sg φανερός visible neut nom/voc/acc comp sg φανερός visible adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανερωτάτων — φανερός visible fem gen superl pl φανερός visible masc/neut gen superl pl φανερός visible fem gen superl pl φανερός visible masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανερωτέραις — φανερός visible fem dat comp pl φανερωτέρᾱͅς , φανερός visible fem dat comp pl (attic) φανερός visible fem dat comp pl φανερωτέρᾱͅς , φανερός visible fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανερωτέρων — φανερός visible fem gen comp pl φανερός visible masc/neut gen comp pl φανερός visible fem gen comp pl φανερός visible masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανερά — φανερός visible neut nom/voc/acc pl φανερά̱ , φανερός visible fem nom/voc/acc dual φανερά̱ , φανερός visible fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φανερός visible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανερόν — φανερός visible masc acc sg φανερός visible neut nom/voc/acc sg φανερός visible masc/fem acc sg φανερός visible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανερώτατα — φανερός visible adverbial superl φανερός visible neut nom/voc/acc superl pl φανερός visible adverbial superl φανερός visible neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανερώτατον — φανερός visible masc acc superl sg φανερός visible neut nom/voc/acc superl sg φανερός visible masc acc superl sg φανερός visible neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»