-
1 φαλαγγο-μάχης
φαλαγγο-μάχης, ὁ, der mit, in der Phalanx Kämpfende, übh. der im Fußvolke Kämpfende; auch ἔλεφας, Philp. 29 (IX, 285).
-
2 φαλαγγομάχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαλαγγομάχης
-
3 φαλαγγομάχης
φαλαγγο-μάχης, ὁ, der mit, in der Phalanx Kämpfende, übh. der im Fußvolke Kämpfende -
4 φαλαγγομαχης
ὁ φ. ἐλέφας Anth. — боевой слон
См. также в других словарях:
θηριομάχης — θηριομάχης, ὁ (Α) αυτός που παλεύει με θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μάχης (< μάχη), πρβλ. πεζο μάχης, φαλαγγο μάχης] … Dictionary of Greek