-
1 φαλαγγομάχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαλαγγομάχης
См. также в других словарях:
θηριομάχης — θηριομάχης, ὁ (Α) αυτός που παλεύει με θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μάχης (< μάχη), πρβλ. πεζο μάχης, φαλαγγο μάχης] … Dictionary of Greek