-
1 φαλαγγία
φαλαγγίᾱ, φαλαγγιάωto be venomous: pres imperat act 2nd sgφαλαγγίᾱ, φαλαγγιάωto be venomous: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 φαλάγγια
φαλάγγιονvenomous spider: neut nom /voc /acc pl -
3 τρι-φαλαγγία
τρι-φαλαγγία, ἡ, dreifache Phalanx; Pol. 6, 40, 11. 12, 18, 5; Ael. Tact. 40.
-
4 τετρα-φαλαγγία
τετρα-φαλαγγία, ἡ, vier Phalangen od. eine in vier Abtheilungen getheilte Phalanx; Pol. 12, 20, 7; Aen. Tact. 40; Suid.
-
5 δι-φαλαγγία
δι-φαλαγγία, ἡ, die Doppelphalanx; Pol. 2, 66, 9. 12, 20, 7; Ael. Tact. 40.
-
6 μονο-φαλαγγία
μονο-φαλαγγία, ἡ, eine einzelne Phalanx, Sp.
-
7 ἐπι-τρίβω
ἐπι-τρίβω, darauf reiben, einreiben; – med. sich schminken, B. A. p. 40, 28, – abreiben, bereiben, περὶ ἐμοῠ – ἐπιτριβομένου τὸν ὦμον, dem die Schultern abgerieben sind, Ar. Ran. 88; aufreiben, erschöpfen, ἐπετρίβετο τυπτόμενος Nubb. 972; Pax 368 u. öfter; ἐπιτριβείης, Verwünschungsformel, Th. 557; ἐπιτριβείην εἴ τι ἐψευσάμην Luc. D. meretr. 2; von der Sonne, ὅτι σφέας καίων ἐπιτρίβει Her. 4, 184; ταῖς ὀδύναις ἐπιτρίβει τοὺς ἀνϑρώπους τὰ φαλάγγια Xen. Mem. 1, 3, 12; tödten, Lys. 13, 59; Οἰνόμαον κακῶς ὑποκρινόμενος ἐπέτριψας, du hast das Stück verhunzt, Dem. 18, 180; vgl. Plut. vit. pud. 6; – aufreizen, τὴν νόσον, heftiger machen, App. B. C. 5, 59; – ἐπιτρίψομαι pass., Luc. Icarom. 33.
-
8 ἐξ-ίστημι
ἐξ-ίστημι (s. ἵστημι), herausstellen, -bringen, bes. aus dem gewöhnlichen Zustande in einen andern versetzen; φύσιν Tim. Locr. 100 c, wie Arist. ἡ μὲν λύπη ἐξίστησι καὶ φϑείρει τὴν τοῦ ἔχοντος φύσιν Eth. 3, 12; ἔκστησον φρενῶν Eur. Bacch. 848, von Sinnen bringen, der auch οἶνος ἐξέστησέ με sagt; vgl. Ath. I, 31 f.; τὰ φαλάγγια τοὺς ἀνϑρώπους τοῦ φρονεῖν ἐξίστησι Xen. Mem. 1, 3, 12; ἐξέστησε ταῖς διανοίαις πάντας Pol. 11, 27, 7; vgl. Dem. 21, 72 ταῦτα κινεῖ, ταῠτα ἐξίστησιν ἀνϑρώπους ἑαυτῶν, sie außer sich bringen; Sp., wie Plut. Poplic. 6 τὴν ψυχὴν εἰς ἀναλγησίαν, wie τὸν λογισμόν, τὴν διάνοιαν, verwirren, Sol. 21 Crass. 23; ἀρετὴν πρὸς τὸ ἐναντίον, in das Gegentheil verwandeln; geradezu verderben, verschlechtern, wie τὴν πολιτείαν Cic. 10. – Häufiger im wegbegeben, weggehen, ἐξ ἕδρας σοι πλόκαμος ἐξέστηχ' ὅδε Eur. Bacch. 926; bes. τινί, vor Jemandem weichen, ihm Platz machen, ἐξίστατο νυκτὸς κύκλος τῇ ἡμέρᾳ Soph. Ai. 657; σοί γ' ἑκὼν ἐκστήσομαι, dir weiche ich gern, Phil. 1042; im Ggstz von μένειν, Ant. 560; φεύγετε, ἐξίστασϑε Eur. I. T. 1229, fliehet, macht euch fort; wie ἐξίστω Ar. Ach. 617; τῆς ὁδοῦ Her. 3, 76; ἐκέλευεν αὐτὸν ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασϑαι Xen. An. 1, 5, 14; ἐξίστασϑαι ὁδοῦ, aus dem Wege gehen, Conv. 4, 31; Plut. Rom. 20; τινὶ τῆς τάξεως Poplic. 12; τοῦ ἄϑλου τινί, ihm abtreten, Ath. X, 415 e; ohne Zusatz, ausweichen, κατὰ τὰς ὁδοὺς ἐμβάλλοντες τῷ ἀεὶ ἀπαντῶντι, ἐὰν μὴ ἐξίστηται Plat. Rep. VIII, 563 c; vgl. Ar. Ran. 354; – ἐκ τῆς δυνάμεως Plat. Tim. 50 b; τρόπων τῶν αὑτῶν εἰς τοὺς εὐσεβεῖς, sich verändern in seinem Charakter, Legg. X, 907 d; μηδὲν ἐξιστάμενος τῆς αὑτοῠ ἰδέας, sich nicht von seinem Begriffe entfernen, Crat. 439 d; – ἀρχῆς, die Herrschaft aufgeben, Thuc. 2, 63. 4, 28; ἁπάντων τῶν ὄντων, sein ganzes Vermögen abtreten, Dem. 36, 50, wie τῆς οὐσίας ἐκστησόμενος Antiph. II β 9; ἐξειστήκει τῶν ἑαυτοῠ Dem. 33, 25, Bankerutt machen; τῆς φιλίας, sie aufgeben, Lys. 8, 18, wie τῶν ἀνϑρωπίνων σπουδασμάτων Plat. Phaedr. 249 c; τῶν πεπραγμένων Dem. 19, 72, sich davon lossagen, es läugnen; Sp., τῶν πόλεων Pol. 18, 33, 5; Ar. κρεῖττον ἐκστῆναι τὸ παράπαν τοῦ πατρὸς μᾶλλον ἢ ναυμαχεῖν Vesp. 477, wo der Schol. richtig erkl. μὴ ἔχειν πατέρα, es ist besser, keinen Vater haben; τῶν μαϑημάτων, das Erlernte vergessen, Xen. Cyr. 3, 3, 54, vgl. Mem. 2, 1, 4. – Uebertr., ἐξέστην φρενῶν, γνώμας, Eur. Or. 1021 I. A. 136, von Sinnen gerathen, um seinen Verstand kommen; μὴ τοῦ φρονεῖν ἐξεστηκὼς ὦ Isocr. 5, 18; ψυχῆς ἐξεστηκυίας τῶν λογισμῶν Pol. 32, 25, 8; ἐκστάντος (κυνὸς) τῆς φαντασίας S. Emp. Pyrrh. 1, 68; oft bei Sp., auch ohne Zusatz, ἐξίσταται καὶ μαίνεται Arist. H. A. 6, 22; N. T.; Alciphr. 3, 2; von einem Pferde, scheu werden, Plut. Ant. 39. – Allgemeiner, ἐγὼ μὲν ὁ αὐτός εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι, ὑμεῖς δὲ μεταβάλλετε, ich ändere meine Ansicht nicht, Thuc. 2, 61; vgl. Soph. μόλις μὲν καρδίας δ' ἐξίσταμαι τὸ δρᾶν, ich gebe nach, ich lasse mich bewegen zu thun, Ant. 1092. – Auch = ausarten, τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς ἑαυτοῦ φύσεως Arist. H. A. 1, 1; verderben, bes. οἶνος ἐξεστηκώς, abgestandener, umgeschlagener Wein, Dem. 35, 32; – πρόσωπα ἐξεστηκότα, entstellte Gesichter, Xen. Cyr. 5, 2, 34. – Es wird endlich wieder mit einem acc. verbunden, Etwas vermeiden, von Etwas sich zurückziehen, φρονοῦντά τινα Soph. Ai. 82, κίνδυνον Dem. 24, 184. – Bei Arist. H. A. 1, 14 ist ἐξέστηκα hervorstechen, -ragen.
-
9 ἐν-ίημι
ἐν-ίημι (s. ἵημι), hineinsenden, -schicken, -lassen, -werfen; πῠρ νηυσίν Il. 12, 441, wie Eur. Troad. 1262; εἰς τὰ ἱρά Her. 8, 32; φάρμακον οἴνῳ Od. 4, 233, vgl. Theocr. 11, 66; ἰόν τινι Ap. Rh. 4, 1508; ἐνίησί τι τὰ φαλάγγια κατὰ τὸ δῆγμα Xen. Hem. 1, 3, 12; ἄλλους δ' ὀτρύνοντες ἐνήσομεν, werden wir in den Kampf senden, Il. 14, 131; ἄλλην ἐνίησι πατήρ, eine andere Taube sendet er (in die Reihe der anderen), Od. 12, 65; μένος τινί, Muth einflößen, Il. 17, 156. 19, 37; so öfter übertr., von Gemüthsstimmungen, τοῖσιν κότον ἐνήσεις 16, 449; ἐνεὶς ἐλαφρὰν λύσσαν Eur. Bacch. 849; u. umgekehrt, νῠν μιν πολὺ μᾶλλον ἀγηνορίῃσιν ἐνῆκας, du hast ihn viel weiter in den Hochmuth hineingebracht, hast ihn viel hochmüthiger gemacht, Il. 9, 700, wie ἥδε δ' ὁδὸς καὶ μᾶλλον ὁμοφροσύνῃσιν ἐνήσει, wird uns noch einträchtiger machen, Od. 15, 198, u. noch anschaulicher τὸν ἐνέηκε πόνοις, er stürzte ihn in Drangsale, Il. 10, 89; mit Weglassung des accus., ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ, sc. νῆα, wollen das Schiff ins Meer lassen, wollen in See stechen, Od. 12, 293. – Auch in Prosa, ἐνιέντες ἀργύριον Plat. Rep. VIII, 555 e; πῠρ ἐς τὰς πόλις Her. 8, 32; Thuc. 4, 115. 6, 29; τὰ ὑποζύγια εἰς τὸν ποταμόν Pol. 5, 48, 7; τὰς διαβολάς, anstiften, 28, 4, 10, wie ῥήτορας ἐνιέντες Thuc. 6, 29. – Vom Klystier, Medic. – Scheinbar intr., ἐνίει Xen. Cyr. 7, 1, 29, sc. ἑαυτόν, eindringen. – D. Sic. 17, 106 σαλπίγγων ἐνιεμένων, als in die Trompete gestoßen wurde.
-
10 ὕδρος
-
11 αντιπυγος
-
12 δηκτικος
31) кусающий(ἰχθύες Arst.)
2) жалящий(τὰ φαλάγγια Arst.)
3) едкий, острый(φάρμακον Luc.)
δηκτικόν τι ἔχειν Plut. — иметь острый вкус4) едкий, язвительный(τὸ εἰρημένον Luc.)
-
13 δηξις
- εως ἥ1) укус, тж. укол, ужаление(φαλάγγια ποιεῖ τέν δῆξιν Arst.)
2) едкость(τὸ ἔλαιον ἀσθενῆ ἔχει δῆξιν Arst.)
3) поддразнивание, колкость(αἱ μετὰ σκωμμάτων δήξεις Plut.)
-
14 διφαλαγγια
-
15 ενιημι
(fut. ἐνήσω, aor. ἐνῆκα - эп. ἐνέηκα) (куда-л.)1) посылать(ἄλλην πέλειαν Hom.; ἄλλους ῥητορας Thuc.)
ἄλλους ὀτρύνοντες ἐνήσομεν Her. — мы убедим других идти (в бой)2) вводить, вгонять(τὰ ὑποζύγια εἰς τὸν ποταμόν Polyb.)
3) спускать(πόντῳ, sc. νῆα Hom.)
4) опускать(τέν κλεψύδραν εἰς τὸ ὕδωρ Arst.)
5) впускатьἐνίησί τι τὰ φαλάγγια κατὰ τὸ δῆγμα Xen. — жаля, пауки впускают что-то;
ἐνιέντες ἀργύριον τιτρώσκοντες Plat. — (о ростовщиках) причиняя раны своими денежными ссудами6) вливать (sc. φάρμακον οἴνῳ Hom.; τάμισον δριμεῖαν Theocr.)7) обрушивать, бросать(πῦρ νηυσίν Hom., ἐς τὰ ἱρά Her., τῇ πόλει Plut.)
ἐ. τὰς διαβολάς Polyb. — распространять клевету8) насылать, внушать(μένος τινί Hom.; λύσσαν Eur.)
9) трубить10) ввергать, погружать(τινὰ πόνοις Hom.)
ἀγηνορίῃσιν ἐ. τινά Hom. — заставить кого-л. возгордиться11) (sc. ἑαυτόν) устремляться, бросатьсяἐνίει οὐδὲν φειδόμενος τῶν ἵππων Xen. — он помчался вперед, не жалея лошадей
12) ослаблять, убавлять(τὰ μὲν ἐ., τὰ δὲ ἐντείνειν Plut.)
-
16 εξερπω
1) выползать(θύραζε Arph.; ὥσπερ τὰ φαλάγγια Arst.)
2) медленно продвигаться(οὐ ταχὴυ ἐξέρπει τὸ στράτευμα Xen.)
; ( о больном Филоктете) с трудом ползти, волочиться Soph. -
17 τετραφαλαγγια
-
18 τριφαλαγγια
-
19 δηκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηκτικός
-
20 μονοφαλαγγία
μονο-φᾰλαγγία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοφαλαγγία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φαλαγγία — φαλαγγίᾱ , φαλαγγιάω to be venomous pres imperat act 2nd sg φαλαγγίᾱ , φαλαγγιάω to be venomous imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλάγγια — φαλάγγιον venomous spider neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… … Dictionary of Greek
PALANGAE seu PHALANGAE — Plinie fustes sunt teretes, qui navibus subiciuntur, aut quibus idem opus plures baiulant. Nonius; fustes sunt teretes, qui navibus subiciuntur, cum attrabuntur ad pelagus, vel cum ad littora subdncuntur. Quem in sensum Pollux l. 7. c. 35. §. 9.… … Hofmann J. Lexicon universale
ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… … Dictionary of Greek
PHALANGAE — vel palanga, variante scripturâ, apud Plinium, l. 7. c. 56. fustes sunt teretes, ut qui navibus supponuntur aut quibus unum onus plures baiulant. Pollux l. 7. c. 35. §. 9. Τὰ τῶν νεῶν ξύλα, οἷς ὁποβληθεῖσιν ἐφέλκονται αἱ νῆες, φάλαγγες καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
TITANES — filii feruntur Titani fratris Saturni, de quo supra. Aliis videntur sici dicti ἀπὸ τῆς τίσεως, id est, ab ultione; aliquibus ἀπο τȏυ τιταίνειν, quod est trahere, vel extendere. Diodorus omnes communi nomine a Titea matre vult appellatos, quae… … Hofmann J. Lexicon universale
μονοφαλαγγία — η (Α μονοφαλαυγία) νεοελλ. ναυτ. σχηματισμός τής παλαιάς ναυτικής τακτικής κατά τον οποίο τα πλοία έπλεαν σε μία φάλαγγα, σε μία στήλη αρχ. μία μόνη φάλαγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φαλαγγία (< φάλαγγος < φάλαγξ, γγος)] … Dictionary of Greek
νεωλκός — ο (Α νεωλκός) αυτός που έλκει τα πλοία στη ξηρά, που φέρνει τα πλοία στο νεώλκιο («νεωλκοῡ δὲ σκεύη, φάλαγγες, φαλάγγια, ὅλκοι», Πολυδ.) νεοελλ. το νεώλκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νηF ολκός (< *νāF ολκός) < ναῦς, νᾶος / νηός «πλοίο» + ολκός (<… … Dictionary of Greek
τριφαλαγγία — η, ΝΑ η παράταξη σε τρεις φάλαγγες νεοελλ. ναυτ. η διάταξη πλεύσης ναυτικής δύναμης σε τρεις στήλες κατά την εποχή τών ιστιοφόρων πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάλαγξ, αγγος + κατάλ. ία (πρβλ. τετρα φαλαγγία)] … Dictionary of Greek
φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek