-
1 φαιδρυνω
1) мыть, умывать(μορφάν Eur.; χεῖρας Anth.)
χρόα φαιδρύνεσθαι Hes. — мыть свое тело;φ. τινὰ λουτροῖσι Aesch. — купать кого-л.2) делать красивым, украшатьτὸν ἀηδῆ τοῦ προσώπου χρῶτα φ. Luc. — (притираниями) улучшать неприятный цвет лица;
φαιδρύνεσθαι τὸν ἑαυτοῦ βίον Plut. — делать свою жизнь краше3) радовать, веселить(οὔ με φαιδρύνει λόγος Aesch.)
ἥσθησάν τε καὴ ἐφαιδρύνθησαν Xen. — они обрадовались и развеселились - см. тж. φαιδρόομαι -
2 φαιδρύνω
(αόρ. εφαίδρυνα) μετ.1) веселить, радовать; поднимать настроение (у кого-л.); 2) вызывать смех (у кого-л.), забавлять (кого-л.) -
3 εκφαιδρυνω
См. также в других словарях:
φαιδρύνω — φαιδρύνω, φαίδρυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φαιδρυνῶ — φαιδρύνω make bright fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρύνω — φαιδρύ̱νω , φαιδρύνω make bright aor subj act 1st sg φαιδρύ̱νω , φαιδρύνω make bright pres subj act 1st sg φαιδρύ̱νω , φαιδρύνω make bright pres ind act 1st sg φαιδρύ̱νω , φαιδρύνω make bright aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρύνω — ΝΑ [φαιδρός] καθιστώ κάποιον ή κάτι φαιδρό, χαροποιώ, ευφραίνω («οὔ με φαιδρύνει λόγος», Αισχύλ.) νεοελλ. προκαλώ φαιδρότητα, θυμηδία αρχ. 1. καθαρίζω κάτι και τό κάνω να λάμπει («θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν», Ευρ.) 2. παθ. φαιδρύνομαι γίνομαι… … Dictionary of Greek
φαιδρύνω — φαίδρυνα, φαιδρύνθηκα 1. κάνω κάποιον φαιδρό, χαροποιώ. 2. προκαλώ φαιδρότητα: Με τα αστεία του φαίδρυνε τη συντροφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαιδρῦνον — φαιδρύνω make bright pres part act masc voc sg φαιδρύνω make bright pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαιδρύνθην — φαιδρύνω make bright aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) φαιδρύνω make bright aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφαιδρύνθαι — φαιδρύνω make bright perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρυνθεῖσα — φαιδρύνω make bright aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρυνθεῖσαι — φαιδρύνω make bright aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρυνθείς — φαιδρύνω make bright aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)