-
1 φίλαθλος
[филатлос] επ. болельщик, любящий спорт,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φίλαθλος
-
2 φίλαθλος
[филатлос] ουσ. а. спортсмен.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φίλαθλος
-
3 болельщик
-
4 болеть
I болеть I 1) (чём-л.) αρρωσταίνω, ασθενώ 2) спорт., разг.: \болеть за кого-л. είμαι φίλαθλος ( κάποιου) II болеть II (испытывать боль) πονώ' что у вас \болетьйт? τι σας πονάει; у меня \болетьнт горло έχω τα λαιμά μου* * *I1) (чем-л.) αρρωσταίνω, ασθενώ2) спорт., разг.IIболе́ть за кого́-л. — είμαι φίλαθλος (κάποιου)
( испытывать боль) πονώчто у вас боли́т? — τι σας πονάει
у меня́ боли́т го́рло — έχω τα λαιμά μου
-
5 спорт
спортм ὁ ἀθλητισμός, τό σπορ:велосипедный \спорт ἡ ποδηλασία· гребной \спорт ἡ κωπηλασία· лыжный \спорт τό σκί, ἡ χιονοδρομία· парусный \спорт οἱ ἰστιοπλοϊκοί ἀγώνες· любитель \спорта ὁ φίλαθλος. -
6 болельщик
-а α. –ца, -ы θ.1. επιθυμητής, ανήσυχος, έμφροντης.2. φίλαθλος, -η.
См. также в других словарях:
φίλαθλος — fond of games masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλαθλος — η, ο/ φίλαθλος, ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. φιλάεθλος Α αυτός που αγαπά τα αθλητικά αγωνίσματα και, γενικά, τον αθλητισμό νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φίλαθλος·οπαδός αθλητικού σωματείου («οι φίλαθλοι τών δύο ομάδων συνεπλάκησαν μετά τον αγώνα») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
φίλαθλος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει τα αθλητικά αγωνίσματα, που ασχολείται με αυτά, ο λάτρης του αθλητισμού, ο σπόρτσμαν. 2. το αρσ. και το θηλ. ως ουσ., φίλαθλος, ο, φίλαθλη, η ο οπαδός ποδοσφαιρικής ομάδας: Οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ πανηγύριζαν την κατάκτηση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλάθλοις — φίλαθλος fond of games masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάθλους — φίλαθλος fond of games masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάθλῳ — φίλαθλος fond of games masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλάεθλος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. φίλαθλος] … Dictionary of Greek
φιλαθλητής — ὁ, ΜΑ 1. φίλαθλος 2. αυτός που αγαπά τους αθλητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀθλητής] … Dictionary of Greek
Ταβερνιέ, Αδόλφος Ευγένιος — (Tavernier, 1854 –). Γάλλος φίλαθλος, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Ίδρυσε την ειδική αθλητική εφημερίδα Η ξιφασκία και διετέλεσε συνεργάτης σε διάφορες εφημερίδες και αθλητικά περιοδικά. Έγραψε αθλητικά άρθρα με το όνομά του καθώς και με διάφορα … Dictionary of Greek