-
1 πονώ
[поно] р. (αμτβ.) чувствовать боль, страдать, мучиться.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πονώ
-
2 болеть
I болеть I 1) (чём-л.) αρρωσταίνω, ασθενώ 2) спорт., разг.: \болеть за кого-л. είμαι φίλαθλος ( κάποιου) II болеть II (испытывать боль) πονώ' что у вас \болетьйт? τι σας πονάει; у меня \болетьнт горло έχω τα λαιμά μου* * *I1) (чем-л.) αρρωσταίνω, ασθενώ2) спорт., разг.IIболе́ть за кого́-л. — είμαι φίλαθλος (κάποιου)
( испытывать боль) πονώчто у вас боли́т? — τι σας πονάει
у меня́ боли́т го́рло — έχω τα λαιμά μου
-
3 больно
больно 1. предик, πονά(ει) мне \больно μου πονά(ει), πονώ 2. нареч.: \больно ударить кого-л. χτυπώ δυνατά κάποιον* * *1. предик.2. нареч.мне бо́льно — μου πονά(ει), πονώ
бо́льно уда́рить кого́-л. — χτυπώ δυνατά κάποιον
-
4 жалеть
жалеть λυπούμαι, πονώ я \жалетью, что... λυπούμαι που...* * *λυπούμαι, πονώя жале́ю, что... — λυπούμαι που...
-
5 заболеть
заболеть (об ощущении боли) πονώ у меня \заболетьла рука πόνεσε το χέρι μου* * *( об ощущении боли) πονώу меня́ заболе́ла рука́ — πόνεσε το χέρι μου
-
6 страдать
-
7 заболевать
заболеватьнесов, заболеть сов1. αρρωσταίνω·2. (о каком-л. органе) πονώ:у меня заболела голова μοῦ πόνεσε τό κεφάλι, μ' ἔπιασε πονοκέφαλος·3. (качать болеть) ἀρχίζω νά πονῶ. -
8 больно
επίρ.1. οδυνηρά, αλγεινώς.2. (ως κατηγορούμενο) αισθάνομαι πόνο•больно мне вздохнуть πονώ όταν ανασαίνω•
больно мне слушать такую клевету πονώ, όταν ακούω τέτοια συκοφαντία.
3. επίρ. (απλ.) αρκετά, δυνατά, πολύ. -
9 ломать
ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -оρ.δ. μ.1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•ломать камни σπάζω πέτρες•
ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.
|| κατεδαφίζω, γκρεμίζω•ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•
ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.
2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.3. συντρίβω, θρυμματίζω•-каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.
4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.
|| αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•
ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.
|| καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•
он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.
5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•
-ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.
7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.εκφρ.- голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.2. αλλάζω•голос -ется η φωνή αλλάζει.
3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι. -
10 ныть
ною, ноешь, μτχ. ενστ. ноющийρ.δ.1. (κ. 2ο πρόσ. δεν έχει) πονώ ελαφρά και συνεχώς•зубы ноют τα δόντια μου πονάν λίγο-λίγο.
|| απρόσ. πονώ αλγώ•ноет в костях έχω πόνο στα κόκκαλα, πονάν τα κόκκαλα.
2. μεμψιμοιρώ, κλαίω τη μοίρα μου, μουρμουρίζω.3. γογγύζω.εκφρ.душа ή сердце ноет – πονά (θλίβεται) η ψυχή, η καρδιά. -
11 переболеть
ρ.σ.1. αρρωσταίνω, ασθενώ•переболеть тифом αρρωσταίνω από τύφο.
|| μτφ. υποφέρω, πονώ.2. περνώ πολλές αρρώστειες. || (για όλους ή πολλούς) αρρωσταίνω•все дети -ли корью όλα τα παιδιά αρρώστησαν από ιλαρά.
εκφρ.переболеть сердцем – υποφέρω ψυχικά, καρδιο-σώνομαι, βασανίζεται η καρδιά μου (ανησυχώ πολύ, φοβούμαι υπερβολικά).-йтρ.σ. πονώ πολύ, έχω μεγάλο πόνο.εκφρ.душа -ла ή сердце -ло – ανησυχώ, φοβούμαι πάρα πολύ. -
12 поболеть
-
13 болеть
болеть Iнесов (хворать) εἶμαι ἀρρωστος, εἶμαι ἀσθενής, ἀσθενώ, ἀρρωστώ; \болеть гриппом ἔχω γρίππη; \болеть желудком μοῦ πονεῖ τό στομάχι.бол||еть IIнесов (причинять боль) πονῶ; что у вас \болетьит? τί σας πονεϊ;; у меня \болетьит голова μέ πονεῖ τό κεφάλι; у меня \болетьят зу́бы μέ πονοῦν τά δόντια; ◊ у меня душа \болетьи́т за тебя ἀνησυχώ πολύ γιά σένα. -
14 больно
больно I1. нареч ἀλγεινά [-ῶς]/ σκληρά, ἄγρια, ἀγρίως (жестоко):\больно ударить χτυπῶ δυνατά; \больно обидеть πειράζω (или προσβάλλω) πολύ;2. предик безл:\больно πονεϊ, πονάει; мне \больно πονῶ.больно IIнареч (очень) разг πολύ:\больно много ты говоришь λες πολλά λόγια. -
15 заныть
занытьсов ἀρχίζω νά πονῶ. -
16 наболеть
наболе||тьсов πονώ, αίσθάνομαι πόνο:на душе у меня \наболетьло μάτωσε ἡ καρδιά μου. -
17 ныть
нытьнесов1. (болеть) πονῶ, ἀλγῶ:у меня (у него́, у нее) но́ет сердце μέ (του) πονεί ἡ καρδιά μου·2. (жаловаться) γ(κ)ρινιάζω, κλαίομαι, μεμψιμοιρώ. -
18 побаливать
побаливатьнесов σιγοπονώ / πονώ ἀπό καιρό σέ καιρό (временами). -
19 поболеть
поболе||тьсов1. (о человеке) εἶμαι ἄρρωστος, εἶμαι ἀσθενής, ἀσθενω (λίγο καιρό):\поболетьл около недели ήταν ἄρρωστος ἐπί μιά σχεδόν ἐβδομάδα·2. (о голове, зубе и т. п.) πονώ:зуб \поболетьл и перестал τό δόντι πόνεσε καί ξεπόνεσε. -
20 разболеться
разболе||тьсясов1. (о ком-л.) ἀρρωσταίνω, ἀρρωστώ:он совсем \разболетьсялся ἀρρώστησε γιά καλά·2. (о чем-л.) πονώ:у меня голова \разболетьсялась μοῦ πόνεσε τό κεφάλι, μ' ἔπιασε πονοκέφαλος.
См. также в других словарях:
πονώ — πονῶ, έω, ΝΜΑ, πονάω Ν [πόνος] 1. αισθάνομαι σωματικό άλγος, έχω πόνους («μού πονάει το στομάχι») 2. θλίβομαι, λυπάμαι, υποφέρω ψυχικά («πόσον δοκεῖς πονοῡσιν, Ἔρως, ὅσους σὺ βάλλεις», Ανακρεόντ.) 3. προξενώ θλίψη, κάνω κάποιον να λυπηθεί («μέ… … Dictionary of Greek
πονώ — πονάω / πονώ, πόνεσα, πονεμένος βλ. πίν. 62 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πονώ — πόνεσα, πονεμένος 1. μτβ., προξενώ πόνο σωματικό ή ψυχικό, λύπη σε κάποιον: Με πάτησες και πόνεσα άσχημα. – Με πόνεσε ο λόγος σου. 2. αμτβ., νιώθω πόνο σωματικό ή ψυχικό: Πόνεσα πολύ όταν τον είδα σ αυτή την κατάσταση. 3. νιώθω συμπάθεια, στοργή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονῶ — πονέω work hard pres subj act 1st sg (attic epic doric) πονέω work hard pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνω — πόνος work masc nom/voc/acc dual πόνος work masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνῳ — πόνος work masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνωι — πόνῳ , πόνος work masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
κενοπονώ — κενοπονῶ, έω (Α) κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πονῶ (< πόνος < πόνος), πρβλ. ματαιο πονώ, φιλο πονώ] … Dictionary of Greek
κοιλιοπονώ — κοιλιοπονῶ, έω (Μ) (για επίτοκη γυναίκα) έχω ωδίνες τοκετού, κοιλοπονώ κατά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + πονῶ (< πόνος), πρβλ. ματαιο πονώ, οφθαλμο πονώ] … Dictionary of Greek
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek