-
1 φάνδουρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάνδουρος
-
2 φανδούρους
φάνδουροςthree-stringed lute: masc acc pl -
3 πανδοῦρα
A three-stringed lute (prob. of Oriental origin), Poll.4.60, Ath.4.183f:—also [suff] πάν-δουρος, ὁ, Euph. (?) ap.Ath.4.183f, MAMA3.24 (Seleucia ad Calycadnum) (written [full] φάνδουρος and used of the monochord by Nicom.Harm. 4):—[var] Dim. [suff] παν-δούριον, τό, Hsch. and Phot. s.v. πηκτίς:—also [suff] παν-δουρίς, ίδος, ἡ, Hsch., Gloss.:—hence [suff] παν-δουρίζω, play the πανδοῦρα, Hist.Aug.Elag.32; [suff] παν-δουριστής, οῦ, ὁ, one who plays it, Euph.Fr. Hist.8, JRS18.177 ([place name] Jerash).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδοῦρα
-
4 πανδούρα
πανδούρα, - δοῦραGrammatical information: f.Meaning: three-stringed lute (Euph. ap. Ath. 183f, Poll\/Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: See Masson Emprunts sémit. 90, who discusses an rejects several hypoteses. Hübschmann Arm. Gramm. 395 compared Arm. p`andir, Osset. fändur, Georg. panṭuri. So prob. Pre-Greek.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πανδούρα
См. также в других словарях:
φάνδουρος — ὁ, Α βλ. πανδούρα … Dictionary of Greek
φανδούρους — φάνδουρος three stringed lute masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνδουρος — και φάνδουρος, ὁ, Α η πανδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. πανδούρα] … Dictionary of Greek
πανδούρα — Αρχαίο έγχορδο μουσικό όργανο με 3 χορδές. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πολυδεύκη το χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες και οι Ασσύριοι. Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζονταν και ορισμένα άλλα όργανα συγγενικά με την κιθάρα. Η π. λέγεται και πανδουράς (ο) και … Dictionary of Greek
ταμπουράς — Έγχορδο μουσικό όργανο, από τα αρχαιότερα και λαϊκότερα της ελληνικής οργανολογίας. Η αρχαία ονομασία του είναι πανδουρίς, πανδούρα, φανδούρος, θαβούρα, θαμβούριν και ταμπούριν· τον συναντάμε στα Ακριτικά Έπη (9ος 11ος αι.) ως ταμπούραν. Ο τ.… … Dictionary of Greek