Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φάληρος

См. также в других словарях:

  • Φάληρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάληρος — ον, Α ιων. τ. βλ. φαλαρός …   Dictionary of Greek

  • Φάληροι — Φάληρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριφάληρος — ον, Α περικεφαλαία με τρεις φάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάληρος (< φάλος «εξάρτημα τής περικεφαλαίας» + παρέκταση ηρ ), βλ. λ. τετρα φάληρος] …   Dictionary of Greek

  • φάλαρος — α, ον, και φαλαρός, ά, όν, και ιων. τ. φάληρος, ον, Α (δωρ. τ.) 1. αυτός που είναι ολόκληρος ή σε ένα σημείο του λευκός («κύων ὁ φάλαρος», Θεόκρ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Φάλαρος α) όνομα κριού β) μυθ. γιος τού Άλκωνος και εγγονός τού… …   Dictionary of Greek

  • bhel-1, bhelǝ- —     bhel 1, bhelǝ     English meaning: shining, white     Deutsche Übersetzung: “glänzend, weiß”, also von weißlichen Tieren, Pflanzen and Dingen, as Schuppen, Haut etc     Note: to bhü 1 standing in the same relationship, as stel to stü… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Ionia (Griechenland) — Stadtgemeinde Ionia (1989–2010) Δήμος Ιωνίας (Ιωνία) …   Deutsch Wikipedia

  • Phaléros — PHALÉROS, i, Gr. Φαληρὸς, ου, Alkons Sohn, nach einigen, von Athen. Hygin. Fab. 14. Nach andern soll er des dasigen Königes Erechtheus Sohn gewesen seyn. Schol. Apollon. l. I. 97. Jedoch machen ihn einige nur erst zu dessen Enkel und zu Pandors… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • φαλήριον — τὸ, Α [φάληρος / φάλαρος] το φυτό φαλαρίδα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»