Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

υἱϊδεύς

См. также в других словарях:

  • υιιδεύς — έως, ὁ, Α βλ. ὑϊδοῡς …   Dictionary of Greek

  • υἱιδῆ — ὑιδοῦς son s son masc voc sg (doric aeolic) υἱϊδῆ , υἱιδεύς masc nom/voc/acc dual υἱϊδῆ , υἱιδεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτιδεύς — Μυθολογικό πρόσωπο· ο μικρός Έρως. Η λέξη προέρχεται από τη λέξη έρως και μεταφορικά σημαίνει τον νέο που δείχνει ζήλο στον έρωτα. Στην τέχνη, οι Ε. είναι ζωγραφικές ή γλυπτικές παραστάσεις μικρών Ερώτων, που συνήθως συμπληρώνουν ή πλαισιώνουν το …   Dictionary of Greek

  • υϊδεύς — και υἱϊδεύς, έως, ὁ, Α βλ. ὑϊδοῡς …   Dictionary of Greek

  • υϊδούς — και υἱϊδοῡς, οῡ, και ὑϊδεύς και υἱϊδεύς, έως, και ὑϊδός, και ὑϊτός, ο, θηλ. ὑϊδῆ, Α ο γιος τού γιου, ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + κατάλ. ιδεύς / ιδῆ (< ιδ εή με συναίρεση) / ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση), δηλωτικές απογόνου (πρβλ. θυγατρ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»