-
1 υιδή
ὑιδεύςmasc nom /voc /acc dualὑιδεύςmasc acc sgὑϊδῆ, ὑιδοῦςson's son: masc voc sg (doric aeolic) -
2 ὑιδῆ
ὑιδεύςmasc nom /voc /acc dualὑιδεύςmasc acc sgὑϊδῆ, ὑιδοῦςson's son: masc voc sg (doric aeolic) -
3 υἱδῆ
-
4 ὑϊδῆ
A granddaughter, POxy.261.5 (i A. D.), Poll. 3.17, Hsch., etc. -
5 υἱδῆ
υἱδῆ, ἡ, des Sohnes Tochter, die Enkelin -
6 υἱωνός
υἱων-ός, ὁ,
См. также в других словарях:
ὑιδῆ — ὑιδεύς masc nom/voc/acc dual ὑιδεύς masc acc sg ὑϊδῆ , ὑιδοῦς son s son masc voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υϊδή — ἡ, Α βλ. ὑϊδοῡς … Dictionary of Greek
υϊδούς — και υἱϊδοῡς, οῡ, και ὑϊδεύς και υἱϊδεύς, έως, και ὑϊδός, και ὑϊτός, ο, θηλ. ὑϊδῆ, Α ο γιος τού γιου, ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + κατάλ. ιδεύς / ιδῆ (< ιδ εή με συναίρεση) / ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση), δηλωτικές απογόνου (πρβλ. θυγατρ … Dictionary of Greek