1 ὑΐδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑΐδιον
υιίδιον — τὸ, Α βλ. ὑΐδιον … Dictionary of Greek
υΐδιον — (I) και υἵδιον και υἱίδιον, τὸ, Α [υἱός] υποκορ. μικρός γιος. (II) τὸ, Α [ὗς] υποκορ. μικρός χοίρος … Dictionary of Greek