Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υπόλογος

См. также в других словарях:

  • ὑπόλογος — 1 held accountable masc/fem nom sg ὑπόλογος 2 a taking into account masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόλογος — η, ο / ὑπόλογος, ον, ΝΑ αυτός που είναι υποχρεωμένος να δώσει λόγο για κάτι, υπεύθυνος σε κάτι ή για κάτι, υπαίτιος (α. «είναι υπόλογος ενώπιον τού έθνους» β.«μηδέν τὴν ἡμετέραν ἡλικίαν ὑπόλογον ποιούμενον», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. και θηλ. ως… …   Dictionary of Greek

  • υπόλογος — η, ο αυτός που έχει να δώσει λόγο, που είναι υποχρεωμένος σε λογοδοσία, ο υπεύθυνος: Υπόλογος για ό,τι έγινε είσαι εσύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπόλογον — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem acc sg ὑπόλογος 1 held accountable neut nom/voc/acc sg ὑπόλογος 2 a taking into account masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολόγοις — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem/neut dat pl ὑπόλογος 2 a taking into account masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολόγου — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem/neut gen sg ὑπόλογος 2 a taking into account masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολόγους — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem acc pl ὑπόλογος 2 a taking into account masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολόγων — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem/neut gen pl ὑπόλογος 2 a taking into account masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολόγῳ — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem/neut dat sg ὑπόλογος 2 a taking into account masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόλογοι — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem nom/voc pl ὑπόλογος 2 a taking into account masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»