-
1 υπόλογος
[ипологос] εκ. ответственный перед кем-лмбо.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπόλογος
-
2 ответственный
-
3 вменяемый
вмен||яемыйприл юр. ὑπεύθυνος, ὑπόλογος, καταλογιστός:признать кого-л. вменяемым θεωρώ κάποιον καταλο-γιστόν, θεωρῶ κάποιον ὑπεύθυνο τῶν πράξεων του. -
4 ответ
ответм ἡ ἀπάντηση [-ις], ἡ ἀπόκριση[-ις]:остроу́мный \ответ ἡ εὔστοχη ἀπάντηση· давать \ответ ἀπαντῶ· ◊ держать \ответ δίνω λογο, ἀπολογοῦμαι· быть в \ответе εἶμαι ὑπεύθυνος, ὑπόλογος· привлекать кого-л. к \ответу ἐνάγω (или παραπέμπω) κάποιον στό δικαστήριο, ὑποβάλλω ἀγωγή· в \ответ он сказал... ἀπαντώντας είπε... -
5 ответственный
ответственн||ыйприл1. ὑπεύθυνος, ὑπόλογος/ юр. δοσίλογος:\ответственныйый работник ὁ ὑπεύθυνος ὑπάλληλος· \ответственныйый редактор ὁ ὑπεύθυνος συντάκτης·2. ^важный) σπουδαίος, σοβαρός^ \ответственныйый момент ἡ σοβαρή στιγμή· \ответственныйая задача τό σοβαρό καθήκον. -
6 подотчетностьый
подотчетность||ыйприл1. (о человеке) ὑπόλογος, ὑπεύθυνος·2. (о деньгах) ἐπί ἀποδόσει λογαριασμού. -
7 ответственный
επ., βρ: -вен, -венна, -о1. υπεύθυνος• υπόλογος•-ое лицо за выполнение плана υπεύθυνο πρόσωπο για την εκπλήρωση του πλάνου•
ответственный редактор υπεύθυνος συντάκτης•
человек, ответственный за сохранение порядка άνθρωπος, υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης.
2. πολύ σοβαρός ή σπουδαίος•-ая работа υπεύθυνη δουλειά•
-ое поручение εντολή μεγάλης σπουδαότητας.
-
8 подотчётный
επ.1. με απόδοση λογαριασμού•-ые деньги χρήματα με απόδοση λογαριασμού.
2. υπόλογος, υπεύθυνος.
См. также в других словарях:
ὑπόλογος — 1 held accountable masc/fem nom sg ὑπόλογος 2 a taking into account masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόλογος — η, ο / ὑπόλογος, ον, ΝΑ αυτός που είναι υποχρεωμένος να δώσει λόγο για κάτι, υπεύθυνος σε κάτι ή για κάτι, υπαίτιος (α. «είναι υπόλογος ενώπιον τού έθνους» β.«μηδέν τὴν ἡμετέραν ἡλικίαν ὑπόλογον ποιούμενον», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. και θηλ. ως… … Dictionary of Greek
υπόλογος — η, ο αυτός που έχει να δώσει λόγο, που είναι υποχρεωμένος σε λογοδοσία, ο υπεύθυνος: Υπόλογος για ό,τι έγινε είσαι εσύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπόλογον — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem acc sg ὑπόλογος 1 held accountable neut nom/voc/acc sg ὑπόλογος 2 a taking into account masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολόγοις — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem/neut dat pl ὑπόλογος 2 a taking into account masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολόγου — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem/neut gen sg ὑπόλογος 2 a taking into account masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολόγους — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem acc pl ὑπόλογος 2 a taking into account masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολόγων — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem/neut gen pl ὑπόλογος 2 a taking into account masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολόγῳ — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem/neut dat sg ὑπόλογος 2 a taking into account masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόλογοι — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem nom/voc pl ὑπόλογος 2 a taking into account masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek