-
1 υπεύθυνος
[ипэфтинос] εκ. ответственный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπεύθυνος
-
2 заведующий
ο διευθυντής, ο διαχειριστής, о υπεύθυνος, ο προϊστάμενοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заведующий
-
3 ответственный
ответственн||ыйприл1. ὑπεύθυνος, ὑπόλογος/ юр. δοσίλογος:\ответственныйый работник ὁ ὑπεύθυνος ὑπάλληλος· \ответственныйый редактор ὁ ὑπεύθυνος συντάκτης·2. ^важный) σπουδαίος, σοβαρός^ \ответственныйый момент ἡ σοβαρή στιγμή· \ответственныйая задача τό σοβαρό καθήκον. -
4 ответственный
επ., βρ: -вен, -венна, -о1. υπεύθυνος• υπόλογος•-ое лицо за выполнение плана υπεύθυνο πρόσωπο για την εκπλήρωση του πλάνου•
ответственный редактор υπεύθυνος συντάκτης•
человек, ответственный за сохранение порядка άνθρωπος, υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης.
2. πολύ σοβαρός ή σπουδαίος•-ая работа υπεύθυνη δουλειά•
-ое поручение εντολή μεγάλης σπουδαότητας.
-
5 нести
нести 1) κουβαλώ, φέρ(ν)ω 2) (выполнять) εκτελώ, εκπληρώνω 3) (терпеть) υφίσταμαι· \нести ответственность είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη· \нести убытки ζημιώνω* \нести потери υφίσταμαι απώλειες* * *1) κουβαλώ, φέρ(ν)ω2) ( выполнять) εκτελώ, εκπληρώνω3) ( терпеть) υφίσταμαιнести́ отве́тственность — είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη
нести́ убы́тки — ζημιώνω
нести́ поте́ри — υφίσταμαι απώλειες
-
6 ответственный
-
7 руководитель
руководитель м 1) о επικεφαλής; о προϊστάμενος, ο διευθυντής (учреждения)' о ηγέτης (вождь) 2): классный \руководитель о υπεύθυνος δάσκαλος ( της τάξης)* * *м2)кла́ссный руководи́тель — ο υπεύθυνος δάσκαλος (της τάξης)
-
8 отвечать
ρ.δ.1. βλ. ответить.2. είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη, ευθύνομαι•отвечать за качество работы ευθύνομαι για την ποιότητα της εργασίας•
отвечать за себя είμαι υπεύθυνος για τον εαυτό μου (για τις πράξεις μου)•
дети за отца не -ют τα παιδιά δεν ευθύνονται για τον πατέρα.
3. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ•отвечать интересам народа ανταποκρίνομαι στα συμφέροντα του λαού•
отвечать современным требованиям ανταποκρίνομαι στις σύγχρονες απαιτήσεις•
отвечать вкусам είμαι σύμφωνος με τα γούστα.
-
9 старший
επ., υπερθ. β. старейший.1. πρεσβύτερος, μεγαλύτερος την ηλικία•старший брат μεγαλύτερος αδερφός•
-ая сестра μεγαλύτερη αδερφή•
старший сын в семье το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένεια•
-ая дочь η μεγαλύτερη θυγατέρα.
|| παλιός, πρότερος, προγενέστερος.2. ουσ. πλθ. -ие οι μεγαλύτεροι, οι ενήλικοι.3. αρχαιότερος, ανώτερος (στο βαθμό, υπηρεσία)•-ая медицинская сестра η αρχινοσοκόμα•
мастер ο αρχιμάστορας, πρωτομάστορας•
офицер αρχαιότερος αξιωματικός.
4. ουσ. ο προϊσταμενος, ο επικεφαλής, ο υπεύθυνος•старший отделения ο υπεύθυνος του τμήματος, ο τμηματάρχης.
5. ανώτερος, μεγαλύτερος•-ие классы οι μεγαλύτερες (σχολικές) τάξεις.
-
10 концертмейстер
муз. 1. (руководитель группы исполнителей в оркестре) о υπεύθυνος/μαέστρος της ομάδας μουσικών/χορωδίας στην ορχήστρα 2. (пианист-аккомпаниатор, разучивающий партии с певцами) о συνοδός της συναυλίαςο ακο-μπανίστας (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > концертмейстер
-
11 проект
1. (совокупность технической документации, разработанный план) η μελέτ/η, το σχεδιογράφημα 2. (предварительный план, черновой вариант) το προσχέδι/ο, η προμελέτηрабочий - (здания сооружения) το σύνολο κατασκευαστικών σχεδίων και μελετών3. (план, замысел) το σχέδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проект
-
12 тальман
(контролёр при погрузке и выгрузке) о υπεύθυνος-μετρητής του φορτίου (κατά τη φορτοεκφόρτωση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тальман
-
13 вменяемый
вмен||яемыйприл юр. ὑπεύθυνος, ὑπόλογος, καταλογιστός:признать кого-л. вменяемым θεωρώ κάποιον καταλο-γιστόν, θεωρῶ κάποιον ὑπεύθυνο τῶν πράξεων του. -
14 голова
голов||аж1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·2. (единица счета скота) τό κεφάλί3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του. -
15 ответ
ответм ἡ ἀπάντηση [-ις], ἡ ἀπόκριση[-ις]:остроу́мный \ответ ἡ εὔστοχη ἀπάντηση· давать \ответ ἀπαντῶ· ◊ держать \ответ δίνω λογο, ἀπολογοῦμαι· быть в \ответе εἶμαι ὑπεύθυνος, ὑπόλογος· привлекать кого-л. к \ответу ἐνάγω (или παραπέμπω) κάποιον στό δικαστήριο, ὑποβάλλω ἀγωγή· в \ответ он сказал... ἀπαντώντας είπε... -
16 отвечать
отвечатьнесов1. ἀπαντῶ, ἀποκρίνομαι / ἀνταπαντώ (возражать):\отвечать урок λέω τό μάθημα· \отвечать у́стио (письменно) ἀπαντώ προφορικά (γραπτά)· \отвечать на вопрос ἀπαντῶ σέ ἐρώτηση· \отвечать на чу́в-ство ἀνταποκρίνομαι στό αίσθημα· \отвечать тем же ἀνταποδίδω τά ίδια (τά ἰσα), πληρώνω μέ τό ίδιο νόμισμα·2. (нести ответственность за что-л.) φέρνω εὐθύνη, δίνω λόγο, εὐθύνομαι:он мне ответит за это αὐτός θά μοῦ τό πληρώσει· \отвечать головой за что-л. εὐθύνομαι μέ τό κεφάλι μου· \отвечать за последствия δίνω λόγον (или εἶμαι ὑπεύθυνος) διά τά ἐπακόλουθα, εὐθύνομαι γιά τίς συνέπειες· \отвечать за κο-ιχ3-л. εὐθύνομαι γιά κάποιον3. (соответствовать) ἀνταποκρίνομαι:\отвечать требованиям ίκανοποιῶ τίς ἀπαιτήσεις, ἀνταποκρίνομαι στίς ἀπαιτήσεις. -
17 подотчетностьый
подотчетность||ыйприл1. (о человеке) ὑπόλογος, ὑπεύθυνος·2. (о деньгах) ἐπί ἀποδόσει λογαριασμού. -
18 профорг
профоргм (профсоюзный организатор) ὁ συνδικαλιστικός ὑπεύθυνος. -
19 редактор
редакторм ὁ συντάκτης:главный \редактор ὁ ἀρχισυντάκτης· ответственный \редактор ὁ ὑπεύθυνος συντάκτης. -
20 староста
старостам1. (сельский) уст. ὁ δημογέροντας·2. (группы, кружка и т. п.) ὁ ἐπικεφαλής, ὁ ὑπεύθυνος,
См. также в других словарях:
υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… … Dictionary of Greek
υπεύθυνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ευθύνεται για κάτι: Οι υπεύθυνοι της κυπριακής τραγωδίας. 2. υπόλογος, δωσίλογος: Υπεύθυνος τυπογραφείου. 3. αυτός που δίνεται ή γίνεται με την ευθύνη κάποιου: Υπεύθυνη δήλωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεύθυνος — ὑπεύθῡνος , ὑπεύθυνος liable to give account for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ответственный — • Ύπεύθυνος (ответственный). Действительные государственные чиновники (α̉ρχαί) в Афинах были ответственны перед высшим правительством, в противоположность подчиненные (υ̉πηρέται); эта ответственность перед ευ̉θύναι и λογισταί была… … Реальный словарь классических древностей
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
повиньныи — (138) пр. 1.Являющийся причиной чегол.: сь льстьць къ симъ. всего бл҃га и зъла. повиньна быти б҃а проповѣда. (αἴτιον) КЕ XII, 274б; манихеане… си равьнѹмощьнѹ. и противьновьрстѹ хѹлѧть б҃жства ово ѹбо свѣта. ово же тьмы повиньни сл҃нце и лѹнѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια … Dictionary of Greek