Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υπονοώ

  • 1 υπονοώ

    [ипоноо] р. предполагать, догадываься, подразумеваться,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπονοώ

  • 2 подразумевать

    Русско-греческий словарь > подразумевать

  • 3 подразумевать

    подразумевать
    несов ὑπονοώ, ἐννοώ (μετ.), ὑποδηλώνω.

    Русско-новогреческий словарь > подразумевать

  • 4 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 5 намекать

    ρ.δ. υπαινίσσομαι, υπονοώ, ρίχνω πετριές ή πόντους, χτυπώ απ έζω-απ έξω.

    Большой русско-греческий словарь > намекать

  • 6 подразумевать

    ρ.δ.μ. υπονοώ, εννοώ, έχω στο νου μου•

    что вы -ете под этим словом?τι εννοείτε μ αυτή τη λέξη;

    εννοούμαι, εξυπακούομαι•

    это -ется само собой αυτό εννοείται αφ εαυτού (οίκοθεν), εξυπακούεται.

    Большой русско-греческий словарь > подразумевать

  • 7 разуметь

    ρ.σ.
    1. παλ. καταλαβαίνω, εννοώ•

    разуметь смысл слова καταλαβαίνω το νόημα της λέξης•

    разуметь дело καταλαβαίνω την υπόθεση.

    || γνωρίζω, ξέρω•

    разуметь по-русски γνωρίζω ρωσικά.

    2. υπονοώ, εννοώ, έχω υπόψη• υποσημαίνω•

    что вы -ете под этим выражением? τι εννοείτε με αυτή την έκφραση;

    1. υπονοούμαι, εννοούμαι• υποσημαίνομαι.
    2. ενκ. 3ο πρόσ. ενστ. разумеется εννοείται•

    само собою разумеется είναι αυτονόητο, αυθυπακούετε, εννοείται• δε θέλει ρώτημα.

    Большой русско-греческий словарь > разуметь

См. также в других словарях:

  • υπονοώ — ὑπονοῶ, έω, ΝΑ [νοῶ] νεοελλ. 1. εκφράζω με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι («δεν ξέρω τί υπονοούσε με όσα είπε προηγουμένως») 2. (μεσοπαθ.) υπονοούμαι δεν λέγομαι ρητώς, εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος 3. (το ουδ. μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • υπονοώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπονοώ — υπονόησα, υπονοήθηκα 1. υποδηλώνω κάτι έμμεσα χωρίς να το λέω ρητά, εκφράζω κάτι συγκαλυμμένα: Ο ποιητής υπονοεί σ αυτό το ποίημα κάτι άλλο. 2. το μέσ., υπονοούμαι δε λέγομαι ρητά, αλλά εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος: Αυτό υπονοείται. 3. το ουδ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπονοῶ — ὑπονοέω suspect pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπονοέω suspect pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑπονοέω suspect pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπονοέω suspect pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπονόω — ὑπό νάω flow pres imperat mp 2nd sg (epic) ὑπό νάω flow pres subj act 1st sg (epic) ὑπό νάω flow pres ind act 1st sg (epic) ὑπό νάω flow imperf ind mp 2nd sg (epic) ὑπό νοόω convert into pure Intelligence pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπονοώ — καθυπονοώ, έω (AM) (επιτατ. τού υπονοώ) 1. υπονοώ 2. υποθέτω, νομίζω 3. αντιλαμβάνομαι κάτι αόριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο νοώ] …   Dictionary of Greek

  • συνυπονοώ — έω, Α υπονοώ κάτι ακόμη, υπονοώ κάτι μαζί με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υπαινίσσομαι — ὑπαινίσσομαι ΝΑ, και αττ. τ. ὑπαινίττομαι Α κάνω υπαινιγμό, εκφράζω κάτι με συγκαλυμμένο τρόπο, υπονοώ κάτι χωρίς να τό αναφέρω ρητά (α. «υπαινίσσεσαι ότι το σφάλμα ήταν δικό μου;» β. «ὑπῃνίττετο δ οὕτω καὶ παρεδήλου τὸν Ὠρωπόν», Δημοσθ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… …   Dictionary of Greek

  • αλληγορώ — ἀλληγορῶ ( έω) (ΑΜ) 1. ενεργ. μιλώ έτσι ώστε να υπονοώ άλλο από εκείνο που λέγω, παριστάνω ή ερμηνεύω κάτι με αλληγορικό τρόπο 2. παθ. κάτι εκτίθεται αλληγορικά, γίνεται λόγος για κάτι αλληγορικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλήγορος. ΠΑΡ. ἀλληγόρημα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»