Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

υπερτερώ

  • 1 υπερτερώ

    (ε) μετ.
    1) превосходить;

    υπερτερώ εις αριθμόν — превосходить численно;

    2) получить перевес, взять верх (над кем-л.); обогнать, перегнать, побороть, победить (кого-л.);

    υπερτερώ όλων των συμμαθητών μου — обогнать всех своих одноклассников;

    υπερτερώ τον αντίπαλο — побеждать противника

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπερτερώ

  • 2 υπερτερώ

    [ипэртэро] ρ превосходил», одолевать, брат, верх.

    Эллино-русский словарь > υπερτερώ

  • 3 κατ'

    άνδρα по одному (о людях);

    κατ' τετράδες — четвёрками;

    καθ' ομίλους группами;

    κατ' τόπους — а) местами; — б) на местах;

    οι κατ' τόπους αρχές — местные власти;

    7) (при обознач, повторяемости, очерёдности):
    κατ' έτος каждый год;

    κατ' μήνα — каждый месяц;

    καθ' εκάστην каждый день, ежедневно;
    ολίγον κατ' ολίγον постепенно, понемногу; 8) (при обознач, связи, соотношения; при сравнении):

    υπερτερώ κατ' την μόρφωσαν — превосходить по образованию;

    9):
    τα κατ' εμέ (εσέ, αυτόν κ.λ.π.) что касается меня (тебя, его и т. д.); τα καθ' ημάς ήθη наши обычаи;

    § τα υπέρ και τα κατ' — а) плюсы и минусы; — б) за и против (доводы, аргументы);

    κατ' λέξη — буквально, дословно;

    κατ' αρχήν а) в принципе; б) если уж говорить...;
    κατ' αρχάς сначала, сперва;

    κατ' μονάς — наедине;

    κατ' ιδίαν наедине, доверительно, конфиденциально;

    κατ' τύπους — формально;

    κατ' αντιμωλίαν юр. в присутствии обеих сторон;

    κατ' βάθος — а) в сущности; — б) глубоко, досконально;

    κατ' κράτος — совершенно;

    κατ' τα φαινόμενα — по-видимому; — по всей вероятности, вероятно;

    κατ' εξοχήν преимущественно;

    κατ' συνέπεια — следовательно, в результате; — в случае;

    καθ' ην ώραν или καθ' ήν στιγμήν в то время как;

    έχω κατ' νούν — намереваться, думать, полагать;

    νικήθηκε κατ' κατ' — он потерпел полное поражение;

    κατ' επανάληψη многократно, неоднократно;
    καθ' υπερβολήν преувеличенно, чрезмерно; κατ' αυτόν τον τρόπο так, таким образом; κατ' ουδένα τρόπον никоим образом; καθ' ην περίπτωσιν в случае; αυτοί καθ' εαυτούς каждый сам по себе; α6*τό καθ' εαυτό само по себе; τα καθ' έκαστα все подробности;

    κατ' πώς — или κατ' πού — или καθ' όν τρόπον — как;

    κατ' πού ( — или πώς) μας τα λες... — судя по твоему рассказу..., как ты говоришь...;

    άϊ κατ' ανέμου иди отсюда!, убирайся!;

    κατ' πώς θα στρώσεις, θα πλαγιάσεις ( — или θα κοιμηθείς) — погов, как постелешь, так и поспишь;

    κατ' φωνή κι' ο γάιδαρος — погов, о волке речь, а он навстречь;

    κατ' μάνα, κατ' κύρη είναι γιός και θυγατέρα — погов, яблоко от яблони недалеко падает;

    κατ' τον καιρό και το χορό — посл, всякому овощу своё время

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατ'

См. также в других словарях:

  • υπερτερώ — ὑπερτερῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπέρτερος] είμαι ή γίνομαι υπέρτερος, υπερέχω αρχ. αστρον. βρίσκομαι σε υψηλό σημείο ή ανέρχομαι πολύ ψηλά …   Dictionary of Greek

  • υπερτερώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπερτερώ — υπερτέρησα, είμαι ή γίνομαι υπέρτερος (βλ. λ.), υπερέχω, επικρατώ: Είναι μαθητής που υπερτερεί σε όλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερτερῶ — ὑπερτερέω surpass pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερτερέω surpass pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερτέρω — ὑπέρ upaári masc/neut nom/voc/acc dual ὑπέρ upaári masc/neut gen sg (doric aeolic) ὑπέρτερος over masc/neut nom/voc/acc dual ὑπέρτερος over masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερτέρῳ — ὑπέρ upaári masc/neut dat sg ὑπέρτερος over masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπερτερώ — (AM καθυπερτερῶ, έω) [καθυπέρτερος] (επιτατ. τού υπερτερώ) υπερέχω, υπερτερώ κάποιου («ἡδονῶν καὶ πόνων καθυπερτερεῑν ἔξεστιν», Μάρκ. Αυρ.) αρχ. (για αστέρες ή αστερισμούς) βρίσκομαι σε υψηλό σημείο, ανέρχομαι πολύ ψηλά …   Dictionary of Greek

  • αβαντζάρω — και αίρνω (Ι) (μτβ.) 1. προκαταβάλλω 2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ 3. αυξάνω 4. αυξάνω την τιμή, υπερτιμώ 5. είμαι ανώτερος από κάποιον, υπερβάλλω, υπερτερώ 6. οφείλω ή μού οφείλουν υπόλοιπο χρέους (II) (αμτβ.) 1. προχωρώ 2. προοδεύω,… …   Dictionary of Greek

  • αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …   Dictionary of Greek

  • αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • αποκαίνυμαι — ἀποκαίνυμαι (Α) [καίνυμαι] υπερτερώ, υπερέχω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»