Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

νικήθηκε

  • 1 κατ'

    άνδρα по одному (о людях);

    κατ' τετράδες — четвёрками;

    καθ' ομίλους группами;

    κατ' τόπους — а) местами; — б) на местах;

    οι κατ' τόπους αρχές — местные власти;

    7) (при обознач, повторяемости, очерёдности):
    κατ' έτος каждый год;

    κατ' μήνα — каждый месяц;

    καθ' εκάστην каждый день, ежедневно;
    ολίγον κατ' ολίγον постепенно, понемногу; 8) (при обознач, связи, соотношения; при сравнении):

    υπερτερώ κατ' την μόρφωσαν — превосходить по образованию;

    9):
    τα κατ' εμέ (εσέ, αυτόν κ.λ.π.) что касается меня (тебя, его и т. д.); τα καθ' ημάς ήθη наши обычаи;

    § τα υπέρ και τα κατ' — а) плюсы и минусы; — б) за и против (доводы, аргументы);

    κατ' λέξη — буквально, дословно;

    κατ' αρχήν а) в принципе; б) если уж говорить...;
    κατ' αρχάς сначала, сперва;

    κατ' μονάς — наедине;

    κατ' ιδίαν наедине, доверительно, конфиденциально;

    κατ' τύπους — формально;

    κατ' αντιμωλίαν юр. в присутствии обеих сторон;

    κατ' βάθος — а) в сущности; — б) глубоко, досконально;

    κατ' κράτος — совершенно;

    κατ' τα φαινόμενα — по-видимому; — по всей вероятности, вероятно;

    κατ' εξοχήν преимущественно;

    κατ' συνέπεια — следовательно, в результате; — в случае;

    καθ' ην ώραν или καθ' ήν στιγμήν в то время как;

    έχω κατ' νούν — намереваться, думать, полагать;

    νικήθηκε κατ' κατ' — он потерпел полное поражение;

    κατ' επανάληψη многократно, неоднократно;
    καθ' υπερβολήν преувеличенно, чрезмерно; κατ' αυτόν τον τρόπο так, таким образом; κατ' ουδένα τρόπον никоим образом; καθ' ην περίπτωσιν в случае; αυτοί καθ' εαυτούς каждый сам по себе; α6*τό καθ' εαυτό само по себе; τα καθ' έκαστα все подробности;

    κατ' πώς — или κατ' πού — или καθ' όν τρόπον — как;

    κατ' πού ( — или πώς) μας τα λες... — судя по твоему рассказу..., как ты говоришь...;

    άϊ κατ' ανέμου иди отсюда!, убирайся!;

    κατ' πώς θα στρώσεις, θα πλαγιάσεις ( — или θα κοιμηθείς) — погов, как постелешь, так и поспишь;

    κατ' φωνή κι' ο γάιδαρος — погов, о волке речь, а он навстречь;

    κατ' μάνα, κατ' κύρη είναι γιός και θυγατέρα — погов, яблоко от яблони недалеко падает;

    κατ' τον καιρό και το χορό — посл, всякому овощу своё время

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατ'

См. также в других словарях:

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Καραμανίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων της Μικράς Ασίας, που οφείλει την ονομασία της στον Αρμένιο ιδρυτή της, Καραμάν. Ο ίδιος, ευνοούμενος του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου Αλαεντίν Α’ (1220 37), κατέλαβε με τη βοήθειά του ανώτατα αξιώματα και έγινε… …   Dictionary of Greek

  • θεόδοτος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας και γλύπτης (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. 2. Μακεδόνας ναύαρχος του Αντίγονου (; – 315 π.Χ.). Το 315 ναυμάχησε με τον ναύαρχο του… …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»