Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υπερβάλλω

  • 1 υπερβάλλω

    [ипэрвалло] р. превышать, превосходить, преодолевать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπερβάλλω

  • 2 преувеличить

    υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, διογκώνω, παραφουσκώνω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преувеличить

  • 3 утрировать

    (подчёркивать) υπερβάλλω, τονίζω
    (преувеличивать) υπερβάλλω, διογκώνω
    παραφουσκώνω, μεγαλώνω, (искажать) παραμορφώνω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утрировать

  • 4 преувеличивать

    преувеличивать, преувеличить μεγαλοποιώ, υπερβάλλω
    * * *
    = преувеличить
    μεγαλοποιώ, υπερβάλλω

    Русско-греческий словарь > преувеличивать

  • 5 сгущать

    сгущ||а́ть
    несов πυκνώνω, συμπυκνώνω-◊ \сгущать краски ὑπερβάλλω, τά παραλέω.

    Русско-новогреческий словарь > сгущать

  • 6 забежать

    -бегу, -бежишь, -бегут
    ρ.σ.
    1. μπαίνω μέσα τρέχοντας•

    волк в деревню -ал ο λύκος μπήκε στο χωριό.

    || μπαίνω για λίγο, επισκέπτομαι στα γρήγορα, στα πεταχτά•

    он никогда к нам не -ал δεν πέρασε ούτε και για λίγο ποτέ από το σπίτι μας•

    забежать в магазин πετιέμαι στο μαγαζί.

    2. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, αλαργεύω.
    3. προηγούμαι, προπορεύομαι, προτρέχω, προβοδίζω.
    εκφρ.
    забежать вперед – προτρέχω, προπορεύομαι• ξεπερνώ, υπερβάλλω.

    Большой русско-греческий словарь > забежать

  • 7 завысить

    -вашу, -высишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завышенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ. υπερβάλλω, παραφουσκώνω, εξογκώνω.

    Большой русско-греческий словарь > завысить

  • 8 муссировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ. χτυπώ για να αφρίσει. || αμ. αφρίζω•

    вино -рует το κρασί αφρίζει.

    || μτφ. μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, παραφουσκώνω•

    муссировать опасения μεγαλοποιώ τους κινδύνους•

    муссировать слухи παραφουσκώνω τις φήμες, τα παραλέω.

    Большой русско-греческий словарь > муссировать

  • 9 муха

    θ.
    μΰγα•

    комнатная муха οικιακή μύγα.

    εκφρ.
    кзлые -и – χιονονιφάδες•
    до белых мух – ώσπου να πέσουν τα πρώτα χιόνια•
    -и мрут ή дохнут – ανυπόφορη πλήξη, σκασίλα•
    - и не обидит – δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (πράος, άκακος άνθρωπος)•
    -у раздавить (ή задавить, зашибить)απλ. κρασοπίνω•
    считать мух – σκοτώνω μύγες (χαζεύω)•
    делать из -ж слона – κάνω την τρίχα τριχιά (μεγαλοποιώ;, υπερβάλλω)•
    быть под -ой ή с -ой – είμαι σουρωμένος, τά χω τσούξει• (какая) муха укусила его τι ερεθίστηκε (τσατίστηκε) έτσι• από τι πειράχτηκε•
    так тихо, что слышно, как муха пролетит – τέτοια ησυχία, που και η μύγα ακούεται όταν πετά (точно) -у проглотил του κακοφάνηκε πολύ, κόκκαλο του στάθηκε στο λαιμό.

    Большой русско-греческий словарь > муха

  • 10 обогнать

    обгоню, обгонишь, παρλθ. χρ. обогнал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обогнанный, βρ: -нан, -а, -о
    ρ.σ.μ. (ξε)περνώ, προσπερνώ•

    обогнать кого на бегу ξεπερνώ κάποιον στο τρέξιμο.

    || μτφ. υπερέχω, υπερβάλλω.

    Большой русско-греческий словарь > обогнать

  • 11 обскакать

    -качу, -качешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обскаканный, βρ: -кан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καλπάζω, πηλαλώ γύρω από κάτι.
    2. (απλ.) περιέρχομαι, γυρίζω πολλά μέρη έφιππος.
    3. ξεπερνώ στον καλπασμό. || μτφ. (απλ.) υπερέχω, υπερβάλλω, αφήνω πίσω.

    Большой русско-греческий словарь > обскакать

  • 12 обставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. περί,θέτω, περιβάλλω, περιστοιχίζω περιφράζω. || μτφ. (παρα)γεμιζω•, συμπληρώνω πλουτίζω.
    2. επιπλώνω•

    обставить квартиру επιπλώνω διαμέρισμα.

    || εφοδιάζω με σκηνικά κλπ. θεατρικά είδη.
    3. μτφ. οργανώνω, προετοιμάζω καλά•

    обставить празднование οργανώνω καλά το γιορτασμό.

    4. ξεπερνώ, υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω κάποιον.
    5. (για χαρτπ.) κερδίζω, νικώ, παίρνω.
    6. (εξ)απατώ.
    1. περιβάλλομαι, περ ιστό ιχίζομαι.
    2. επιπλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обставить

  • 13 одержать

    одержу, одержишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одержанный, βρ: -жан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    στις εκφρ. одержать верх υπερτερώ, υπερβάλλω, υπερισχύω•
    одержать победу – υπερνικώ.

    Большой русско-греческий словарь > одержать

  • 14 одолеть

    ρ.σ.μ.
    1. υπερνικώ υπερισχύω.
    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) υπερβάλλω, υπερβαίνω.
    3. υπερέχω, υπερτερώ ξεπερνώ.
    4. με κυριεύει, με πιάνει•

    лень меня -ла μ έπιασε η τεμπελιά.

    5. μτφ. ενοχλώ, δεν αφήνω σε ησυχία•

    мухи -ли οι μύγες δε μ άφησαν σε ησυχία.

    εκφρ.
    - себя – συγκρατιέμαι, επιβάλλομαι στον εαυτό μου.

    Большой русско-греческий словарь > одолеть

  • 15 опередить

    -режу, -редишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опереженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    ξεπερνώ, προσπερνώ, αφήνω πίσω. || υπερτερώ, υπερισχύω, υπερβαίνω, υπερβάλλω.

    Большой русско-греческий словарь > опередить

  • 16 перебороть

    -борю, -борешь
    ρ.σ.μ.
    1. υπερνικώ, υπερισχύω, καταβάλλω, υπερβάλλω•

    страх υπερνικώ το φόβο•

    перебороть противника καταβάλλω τον αντίπαλο.

    2. νικώ όλους ή πολλούς.

    Большой русско-греческий словарь > перебороть

  • 17 перевесить

    -шу, -сишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевешенный,
    επ. -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αναρτώ, κρεμώ αλλού.
    2. ξαναζυγίζω.
    3. υπερέχω, υπερβάλλω, υπερτερώ είμαι δυνατότερος ή βαρύτερος.
    κλίνω, γέρνω πολύ προς τα κάτω κρέμομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перевесить

  • 18 перегнать

    -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. перегнал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегнанный, βρ: -нал, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω, πηγαίνω•

    перегнать скот на зимние пастбища πηγαίνω τα ζώα στα χειμαδιά.

    || κατευθύνω, (μετα)κινώ.
    2. ξεπερνώ• προσπερνώ, προπορεύομαι. || μτφ. υπερβάλλω, υπερβαίνω•

    -в математике всех соучеников ξεπερνώ στα μαθηματικά όλους τους συμμαθητές.

    3. κουράζω με το πολύ τρέξιμο.
    4. αποσταλάζω, λαμπικάρω.

    Большой русско-греческий словарь > перегнать

  • 19 перекрыть

    -рою, -роешь
    ρ.σ.μ.
    1. ξανασκε-πάζω, επανακαλύπτω καλύπτω αλλιώς.
    2. στεγάζω, κάνω στέγη.
    3. (χαρτπ.) νικώ, σκεπάζω (με μεγαλύτερο χαρτί)•

    козырного туза не -оешь τον άσσο ατού δεν τον νικάς.

    4. καλύπτω, σκεπάζω (όλο, πολύ).
    5. ξεπερνώ, υπερβάλλω•

    перекрыть старые нормы ξεπερνώ τις παλαιές νόρμες•

    лтчик -ыл прежний рекорд ο αεροπόρος κατέρριψε το προηγούμενο ρεκόρ•

    перекрыть план ξεπερνώ το πλάνο.

    || (για φωνή, ήχο)• σκεπάζω (φωνάζω, ηχώ δυνατότερα).
    6. αναπληρώνω.
    7. φράζω, κλείνω•

    перекрыть путь φράζω το δρόμο•

    воду κλείνω το νερό.

    Большой русско-греческий словарь > перекрыть

  • 20 перемахнуть

    ρ.σ. (απλ.)
    1. (υπερ)πηδώ (через) канаву πηδώ το χαντάκι•

    перемахнуть плетень πηδώ το φράχτη.

    || περνώ, διαβαίνω ορμητικά.
    2. μετακινούμαι, περνώ, φεύγω από ένα μέρος σε άλλο.
    3. μεταφέρω, διαβιβάζω.
    (απλ.) υπερβάλλω, τα παραλέω.
    αλληλογνεύομαι, κάνομε νεύμα ο ένας τον άλλον.

    Большой русско-греческий словарь > перемахнуть

См. также в других словарях:

  • υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα …   Dictionary of Greek

  • υπερβάλλω — υπερβάλλω, υπερέβαλα βλ. πίν. 146 Σημειώσεις: υπερβάλλω : η λόγια μτχ. ενεστώτα έχει επιβιώσει σε εκφρ. όπως: υπερβάλλων υπερβολικός) ζήλος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὑπερβάλλω — throw over pres subj act 1st sg ὑπερβάλλω throw over pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβάλλω — υπέρβαλα 1. υπερνικώ, υπερτερώ, υπερέχω, πλεονεκτώ: Υπερβάλλει όλους σε εργατικότητα. 2. μεγαλοποιώ, παρασταίνω κάτι υπερβολικά, τα παραλέω: Έτσι όπως τα λες, υπερβάλλεις. 3. το ουδ. μτχ. ως ουσ., υπερβάλλον το πλεόνασμα, το περίσσεμα: Το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερβάλησθε — ὑπερβάλλω throw over aor subj mp 2nd pl ὑπερβάλλω throw over aor subj act 2nd pl (epic) ὑπερβά̱λησθε , ὑπερβάλλω throw over aor subj mid 2nd pl (doric) ὑπερβά̱λησθε , ὑπερβάλλω throw over aor subj act 2nd pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβάλῃ — ὑπερβάλλω throw over aor subj mp 2nd sg ὑπερβάλλω throw over aor subj act 3rd sg ὑπερβά̱λῃ , ὑπερβάλλω throw over aor subj mid 2nd sg (doric) ὑπερβά̱λῃ , ὑπερβάλλω throw over aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβαλοῦσι — ὑπερβάλλω throw over aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπερβάλλω throw over fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑπερβάλλω throw over fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβαλοῦσιν — ὑπερβάλλω throw over aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπερβάλλω throw over fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑπερβάλλω throw over fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβάλλεσθε — ὑπερβάλλω throw over pres imperat mp 2nd pl ὑπερβάλλω throw over pres ind mp 2nd pl ὑπερβάλλω throw over imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβάλλετε — ὑπερβάλλω throw over pres imperat act 2nd pl ὑπερβάλλω throw over pres ind act 2nd pl ὑπερβάλλω throw over imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβάλλῃ — ὑπερβάλλω throw over pres subj mp 2nd sg ὑπερβάλλω throw over pres ind mp 2nd sg ὑπερβάλλω throw over pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»