Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μεγαλοποιώ

  • 1 μεγαλοποιώ

    [мэгалопио] ρ. преувеличивать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεγαλοποιώ

  • 2 преувеличивать

    преувеличивать, преувеличить μεγαλοποιώ, υπερβάλλω
    * * *
    = преувеличить
    μεγαλοποιώ, υπερβάλλω

    Русско-греческий словарь > преувеличивать

  • 3 преувеличивать

    преувеличивать
    несов, преувеличить сов μεγαλοποιώ, ἐξογκώνω, μεγαλώνω:
    \преувеличивать опасность μεγαλοποιώ τόν κίνδυνο.

    Русско-новогреческий словарь > преувеличивать

  • 4 раздувать

    раздув||ать
    несов
    1. φυσώ, φουσκώνω:
    \раздувать огонь δυναμώνω φυσώντας τήν φωτιά, φυσώ τήν φωτιά·
    2. (надувать) φουσκώνω·
    3. безл разг φουσκώνω (μετ.), πρήσκω:
    у него часто \раздуватьает щеку συχνά πρήζεται τό μάγουλο του·
    4. перец, (преувеличивать) μεγαλοποιώ, ἐξογκώνω, παραφουσκώνω:
    \раздувать дело μεγαλοποιώ ἕνα ζήτημα· \раздувать успех ἐξογκώνω τήν ἐπιτυχία·
    5. перен, (увеличивать, расширять):
    \раздувать штаты αὐξάνω ὑπερβολικά τό προσωπικό·
    6. (развевать) κυματίζω, ἀνεμίζω:
    ветер \раздуватьает знамена ὁ ἀέρας κυματίζει τις σημαίες.

    Русско-новогреческий словарь > раздувать

  • 5 муссировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ. χτυπώ για να αφρίσει. || αμ. αφρίζω•

    вино -рует το κρασί αφρίζει.

    || μτφ. μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, παραφουσκώνω•

    муссировать опасения μεγαλοποιώ τους κινδύνους•

    муссировать слухи παραφουσκώνω τις φήμες, τα παραλέω.

    Большой русско-греческий словарь > муссировать

  • 6 преувеличить

    υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, διογκώνω, παραφουσκώνω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преувеличить

  • 7 утрировать

    утри́р||овать
    сов и несов μεγαλοποιώ, τό παραξηλώνω, ἐξογκώνω.

    Русско-новогреческий словарь > утрировать

  • 8 утрировать

    [ουτρίραβατ"] ρ. μεγαλοποιώ

    Русско-греческий новый словарь > утрировать

  • 9 утрировать

    [ουτρίραβατ"] ρ μεγαλοποιώ

    Русско-эллинский словарь > утрировать

  • 10 муха

    θ.
    μΰγα•

    комнатная муха οικιακή μύγα.

    εκφρ.
    кзлые -и – χιονονιφάδες•
    до белых мух – ώσπου να πέσουν τα πρώτα χιόνια•
    -и мрут ή дохнут – ανυπόφορη πλήξη, σκασίλα•
    - и не обидит – δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (πράος, άκακος άνθρωπος)•
    -у раздавить (ή задавить, зашибить)απλ. κρασοπίνω•
    считать мух – σκοτώνω μύγες (χαζεύω)•
    делать из -ж слона – κάνω την τρίχα τριχιά (μεγαλοποιώ;, υπερβάλλω)•
    быть под -ой ή с -ой – είμαι σουρωμένος, τά χω τσούξει• (какая) муха укусила его τι ερεθίστηκε (τσατίστηκε) έτσι• από τι πειράχτηκε•
    так тихо, что слышно, как муха пролетит – τέτοια ησυχία, που και η μύγα ακούεται όταν πετά (точно) -у проглотил του κακοφάνηκε πολύ, κόκκαλο του στάθηκε στο λαιμό.

    Большой русско-греческий словарь > муха

  • 11 преувеличить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преувеличенный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, εξογκώνω, παραλέγω, παραφουσκώνω.

    Большой русско-греческий словарь > преувеличить

  • 12 прибавить

    -влго -вишь ρ.σ.μ.
    1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•

    прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•

    прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.

    2. αυξαινω, ανεβάζω•

    -зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•

    прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.

    3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•

    на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.

    4. αμ. προσθέτω, λέγω•

    не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.

    5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.
    6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•

    прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.

    προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    день -лся η μέρα μεγάλωσε•

    он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•

    вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•

    к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.

    Большой русско-греческий словарь > прибавить

  • 13 раздуть

    -дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздутый, βρ: -дут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. φυσώ, παρασύρω φυσώντας•

    раздуть пепель φυσώ τη στάχτη.

    || σκορπώ, διώχνω•

    ветер -ул тучи ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.

    2. φυσώ για να ανάψει•

    раздуть огонь φυσώ τη φωτιά.

    3. φουσκώνω• γεμίζω με αέρα•

    раздуть пузырь κάνω φούσκα•

    ветер -ул паруса ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά.

    4. (απρόσ.) πρήζομαι•

    живот -ло η κοιλιά φούσκωσε.

    5. μτφ. εξογκώνω, μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, υπεραυξαίνω, παραφουσκώνω• τα παραλέγω.
    1. φουσκώνω, -ομαι, γεμίζομαι με αέρα.
    2. μτφ. εξογκώνομαι, πρήζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > раздуть

  • 14 утрировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утрированный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ. μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, διογκώνω, παραφουσκώνω.
    μεγαλοπο ιούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > утрировать

См. также в других словарях:

  • μεγαλοποιώ — μεγαλοποιώ, μεγαλοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεγαλοποιώ — (Α μεγαλοποιῶ, έω) 1. (για τον θεό) εκτελώ μεγάλα έργα, μεγαλουργώ 2. δίνω σε ένα γεγονός υπερβολικές διαστάσεις («οι εφημερίδες μεγαλοποιούν τα γεγονότα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλοποιός κατά τα ρ. σε ποιῶ] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοποιώ — μεγαλοποίησα, παρουσιάζω ή φαντάζομαι κάτι μεγαλύτερο από όσο είναι, υπερβάλλω, εξογκώνω: Πάντα μεγαλοποιεί όσα του συμβαίνουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • δεινώ — δεινῶ ( όω) (Α) [δεινός] παριστάνω κάτι φοβερότερο απ ό,τι είναι, μεγαλοποιώ …   Dictionary of Greek

  • εκδεινώ — ἐκδεινῶ ( όω) (Α) παρουσιάζω κάτι σαν να είναι φοβερό, μεγαλοποιώ …   Dictionary of Greek

  • εκμεγαλύνω — ἐκμεγαλύνω (Μ) μεγαλοποιώ, υπερβάλλω …   Dictionary of Greek

  • εκτραγωδώ — ( έω) (AM ἐκτραγῳδῶ) εκθέτω κάτι με δραματικό τρόπο, μεγαλοποιώ αρχ. μσν. 1. περιγράφω με συγκινητικό τρόπο, παρουσιάζω κάτι τραγικότερο από ό,τι είναι 2. απαγγέλω με τραγικό τρόπο 3. απαγγέλλω, ρητορεύω 4. αφαιρώ το προσωπείο, αποκαλύπτω …   Dictionary of Greek

  • εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»