-
61 ὑπεράσπισαι
ὑ̱περάσπισαι, ὑπερασπίζωcover with a shield: perf ind mp 2nd sgὑπερασπίζωcover with a shield: aor imperat mid 2nd sg -
62 оборонять
ρ.δ.μ. αμύνομαι για κάτι, υπερασπίζω, -ομαι, προασπίζω•оборонять своё отечество υπερασπίζω την πατρίδα.
αμύνομαι•оборонять от врага αμύνομαι κατά του εχθρού.
|| προφυλάσσομαι•оборонять от ударов προφυλάσσομαι από τα χτυπήματα.
-
63 отстоять
отстоять 1-тою, -тоишьρ.σ.μ.υπερασπίζω, -ομαι, προασπίζω, -ομαι•отстоять родину υπερασπίζω την πατρίδα.
|| υποστηρίζω•отстоять свою точку зрения υποστηρίζω την άποψη μου.
отстоять 2-тою, -тоишьρ.σ.1. μένω, παραμένω ορθός ως το τέλος•отстоять на ногах весь концерт στέκομαι ορθός ως το τέλος της συναυλίας.
2. κουράζομαι από την ορθοστασία.отстоять 3-тою, -тоишьρ.δ.βρίσκομαι σε κάποια απόσταση, είμαι μακριά από•дом -ит от деревни на полкилометра το σπίτι είναι μακριά από το χωριό μισό χιλιόμετρο.
-
64 защита
1. тех. η προστασί/α, η ασφάλειαбалансная эл. - ευστάθειαςбыстродействующая - эл. άμεση -- корпуса анодная мор. - του σκάφους διά ανοδίωνосновная - эл. κύρια -- от ржавчины - από σκωρία/σκουριάпротекторная мор. - μέσω ανοδίων ψευδαργύρουпротивопожарная - ηπυροπροστασία, η πυρασφάλειαрадиационная - το σύνολο των μέσων προστασίαςαπό ακτινοβολία/ραδιενέργεια2. юр. η υπερά-σπισ/η, η προστασία 3. (в спорте) η άμυνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защита
-
65 защитить
1. (оградить, предохранить) προστατεύω, προφυλάσσω 2. (отстоять права, интересы и т п) υπερασπίζω 3. (диссер-тацию, проект и т.п) υποστηρίζω (τη διατριβή, το σχέδιο κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защитить
-
66 защищать
1. см. защитить 2. юр. συνηγορώ, υπερασπίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защищать
-
67 отстаивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отстаивать
-
68 гора
гор||аὁκ1. τό ὅρος, τό βουνό:ледяная \гора τό παγόβουνο· кататься с \гораы (на санках) κατηφορίζω μέ τό ἔλκηθρο· идти в гору о) ἀνεβαίνω ἀνήφορο, ἀνηφορίζω, б) перен προκόβω, ἔχω ἐπιτυχίες· идти́ под гору κατεβαίνω, κατηφορίζω·2. перен (куча) ὁ σωρός, ἡ στοίβα, ἡ στιβάς/ τό πλήθος (множество):\гора книг ὁ σωρός βιβλίων ◊ пир \гораой разг τρικούβερτο γλέντι· как \гора с плеч (свалилась) разг ἐβγαλα ἕνα μεγάλο βάρος ἀπό πάνω μου· сулить золотые го́ры разг ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια· стоять \гораой за кого-л., за что-л. ὑπερασπίζω κάποιον, κάτι μ' ὅλες μου τίς δυνάμεις· быть не за \гораами разг γρήγορα, σύντομα· \гора родила мышь τό βουνό κοιλοπονοδσε κ' ἔναν πόντικα γεννοῦσε, ὠδινεν ὄρος ἐτεκεν μῦν за \гораами за долами фольк. δρόμο παίρνει, δρόμο ἀφήνει. -
69 заступаться
заступатьсянесов, заступиться сов (за кого-л.) παίρνω τό μέρος κάποιου, συνηγορώ (ὐπέρ τίνος) / ὑπερασπίζω (защищать)/ ὑποστηρίζω (поддерживать). -
70 защищать
защищатьнесов1. ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι, προστατεύω / προασπίζω (ограждать):\защищать мир ὑπερασπίζομαι τήν εἰρήνη· \защищать диссертацию ὑποστηρίζω διατριβἤ 2· юр. συνηγορώ:\защищать обвиняемого συνηγορώ ὑπέρ τοῦ κατηγορουμένου. -
71 оборонять
оборонятьнесов ὑπερασπίζω, προασπίζω, ἀμύνομαι τινός. -
72 постоять
постоятьсов1. στέκομαι λίγο, στέκω λίγο·2. (за кого-л., за что-л.) βαστώ, κρατώ, ἀμύνομαι:уметь \постоять за себя ξέρω νά ὑπερασπίσω τόν ἐαυτό μου· \постоять за свою родину ὑπερασπίζω τήν πατρίδα μου, ἀμύνομαι ὑπέρ τής πατρίδας μου. -
73 стоять
сто||ятьнесов1. στέκομαι, στέκω, ἰσ-ταμαι:\стоять на коленях στέκομαι γονατιστός, γονατίζω· \стоять на четвереньках στέκομαι στά τέσσερα· \стоять на цыпочках στέκω στά νύχια (или στίς μύτες) τῶν ποδιών \стоять на ногах прям., перен στέκομαι στά πόδια μου, ὁρθοποδώ·2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι:дом \стоятьит у реки τό σπίτι εἶναι δίπλα στό ποτάμι· стол \стоятьит в комнате τό τραπέζι εἶναι στό δωμάτιο· \стоять на якоре εἶμαι ἀγκυροβολημένος, εἶμαι ἀραγμένος· \стоять на часах φυλάγω σκοπός·3. (быть) είμαι:\стоять на повестке дня εἶμαι στήν ἡμερησία διάταξη· \стоятьит плохая погода κάνει ἄσχημο καιρό· \стоять на страже ми́ра περιφρουρώ τήν είρήνη·4. (быть неподвижным) στέκομαι:поезд \стоятьи́т пять мииу́т τό τραίνο στέκεται πέντε λεπτά·5. (находиться в бездействии) εἶμαι σταματημένος, στέκομαι:часы \стоятьят τό ρολόγι σταμάτησε· работа \стоятьит ἡ δουλειά στέκεται·6. (квартировать, жить) уст. σταθμεύω, κατοικώ:\стоять лагерем στρατοπεδεύω, κατασκηνω·7. (защищать) ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι:\стоять за дело мира ὑπερασπίζομαι τήν ὑπόθεση τής είρήνης· \стоять горой за кого-л. ὑπερασπίζομαι κάποιον μέ πάθος·8. (настаивать) ἐπιμένω, ἐμμένω:\стоять на своем ἐπιμένω στήν γνώμη μου· ◊ \стоять над душой (у кого-л.) разг γίνομαι τσιμπούρι· \стоять насмерть ὑπερασπίζομαι μέχρι θανάτου· \стоять· у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία· \стоять во главе чего́-л. εἶμαι ἐπί κεφα-λής. -
74 υπέρ-
первая часть сложных слов, означ.:а) сверх; пере-, пре-; чрез-, над; очень; υπεράνθρωπος, υπεραγαπώ, υπερβαίνω; б) за, в пользу: υπερασπίζω, υπερμαχώ -
75 υπερασπιείν
-
76 ὑπερασπιεῖν
-
77 υπερασπιζομένη
-
78 ὑπερασπιζομένη
-
79 υπερασπιζομένους
-
80 ὑπερασπιζομένους
См. также в других словарях:
υπερασπίζω — υπερασπίζω, υπεράσπισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. υπερασπίζομαι Σημειώσεις: υπερασπίζω, υπερασπίζομαι : τα δύο ρ. έχουν την ίδια σημασία → προστατεύω ή υποστηρίζω ενάντια σε επίθεση, προσβολή ή ως συνήγορος σε δίκη … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὑπερασπίζω — cover with a shield pres subj act 1st sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερασπίζω — ὑπερασπίζω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. υπερασπίζομαι Ν προστατεύω κάποιον ή κάτι, είμαι υπέρμαχος κάποιου (α. «υπερασπίζουμε τα εθνικά μας συμφέροντα» β. «ἀποστολικῶν δόξας ὑπερασπίζειν δογμάτων», Θεοδώρ.) νεοελλ. (νομ.) ενεργώ ως συνήγορος, συνηγορώ… … Dictionary of Greek
υπερασπίζω — υπεράσπισα, υπερασπίστηκα, υπερασπισμένος 1. μτβ., προστατεύω κάποιον με την ασπίδα μου (με τα όπλα μου), προασπίζω, υποστηρίζω, προστατεύω: Υπερασπίζει τα συμφέροντά του. 2. (νομ.), συνηγορώ για κάποιον στο δικαστήριο: Τον υπερασπίζει ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερασπίζῃ — ὑπερασπίζω cover with a shield pres subj mp 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres ind mp 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπίσει — ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj act 3rd sg (epic) ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπίσῃ — ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj mid 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj act 3rd sg ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπιεῖ — ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπιζομένων — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp fem gen pl ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπιζόμενον — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp masc acc sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπιζόντων — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part act masc/neut gen pl ὑπερασπίζω cover with a shield pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)