-
21 υπερασπίσει
ὑπερασπίζωcover with a shield: aor subj act 3rd sg (epic)ὑπερασπίζωcover with a shield: fut ind mid 2nd sgὑπερασπίζωcover with a shield: fut ind act 3rd sg -
22 ὑπερασπίσει
ὑπερασπίζωcover with a shield: aor subj act 3rd sg (epic)ὑπερασπίζωcover with a shield: fut ind mid 2nd sgὑπερασπίζωcover with a shield: fut ind act 3rd sg -
23 υπερασπίση
ὑπερασπίζωcover with a shield: aor subj mid 2nd sgὑπερασπίζωcover with a shield: aor subj act 3rd sgὑπερασπίζωcover with a shield: fut ind mid 2nd sg -
24 ὑπερασπίσῃ
ὑπερασπίζωcover with a shield: aor subj mid 2nd sgὑπερασπίζωcover with a shield: aor subj act 3rd sgὑπερασπίζωcover with a shield: fut ind mid 2nd sg -
25 защитить
-щищу, -щитишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. защищенный, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. υπερασπίζω, -ομαι, υποστηρίζω προστατεύω•защитить свою родину υπερασπίζω την πατρίδα μου•
защитить диссертацию υποστηρίζω διατριβή•
защитить слабых и угнетнных υποστηρίζω τους αδύνατους και καταπιεζόμενους.
|| (νομ,) συνηγορώ•защитить обвиняемого υπερασπίζω τον κατηγορούμενο,
2. προφυλάσσω•защитить глаза ладонью от солнца προφυλάσσω τα μάτια από το φως του ήλιου με την παλάμη•
защитить от ветра προφυλάσσω•
атго τον άνεμο.
προφυλάσσομαι•защитить от неприятеля προφυλάσσομαι από τον εχθρό•
защитить от холода προφυλάσσομαι από το κρύο.
-
26 заступаться
заступаться, заступиться (за кого-что-л.) υπερασπίζω, προστατεύω* * *= заступиться(за кого-что-л.) υπερασπίζω, προστατεύω -
27 оберегать
-
28 оборонять
-
29 оградить
оградить, ограждатъ (защитить) προστατεύω, υπερασπίζω* * *= ограждать( защитить) προστατεύω, υπερασπίζω -
30 отстаивать
1. отстаивать см. отстать; не \отстаиватьвайте! μην καθυστερείτε!· часы \отстаиватьют το ρολόι πηγαίνει πίσω 2. отстаивать, отстоять υποστηρίζω· υπερασπίζω (защищать)* * *= отстоятьυποστηρίζω; υπερασπίζω ( защищать) -
31 отстаивать
отстаиватьнесов1. ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι, προασπίζω / ὑποστηρίζω (мнение и т. п.)/ περιφρουρώ (завоевания и т. п.):\отстаивать свои́ права́ ὑπερασπίζω τά δικαιώματα μου· \отстаивать дело мира ὑπερασπίζομαι τήν ὑπόθεση τής εἰρήνης·2. (простаивать на ногах) στέκομαι ὡς τό τέλος. -
32 υπερασπιεί
ὑπερασπίζωcover with a shield: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ὑπερασπίζωcover with a shield: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
33 ὑπερασπιεῖ
ὑπερασπίζωcover with a shield: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ὑπερασπίζωcover with a shield: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
34 υπερασπιζομένων
ὑπερασπίζωcover with a shield: pres part mp fem gen plὑπερασπίζωcover with a shield: pres part mp masc /neut gen pl -
35 ὑπερασπιζομένων
ὑπερασπίζωcover with a shield: pres part mp fem gen plὑπερασπίζωcover with a shield: pres part mp masc /neut gen pl -
36 υπερασπιζόμενον
ὑπερασπίζωcover with a shield: pres part mp masc acc sgὑπερασπίζωcover with a shield: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
37 ὑπερασπιζόμενον
ὑπερασπίζωcover with a shield: pres part mp masc acc sgὑπερασπίζωcover with a shield: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
38 υπερασπιζόντων
ὑπερασπίζωcover with a shield: pres part act masc /neut gen plὑπερασπίζωcover with a shield: pres imperat act 3rd pl -
39 ὑπερασπιζόντων
ὑπερασπίζωcover with a shield: pres part act masc /neut gen plὑπερασπίζωcover with a shield: pres imperat act 3rd pl -
40 υπερασπιούν
ὑπερασπίζωcover with a shield: fut part act masc voc sg (attic epic doric)ὑπερασπίζωcover with a shield: fut part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
υπερασπίζω — υπερασπίζω, υπεράσπισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. υπερασπίζομαι Σημειώσεις: υπερασπίζω, υπερασπίζομαι : τα δύο ρ. έχουν την ίδια σημασία → προστατεύω ή υποστηρίζω ενάντια σε επίθεση, προσβολή ή ως συνήγορος σε δίκη … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὑπερασπίζω — cover with a shield pres subj act 1st sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερασπίζω — ὑπερασπίζω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. υπερασπίζομαι Ν προστατεύω κάποιον ή κάτι, είμαι υπέρμαχος κάποιου (α. «υπερασπίζουμε τα εθνικά μας συμφέροντα» β. «ἀποστολικῶν δόξας ὑπερασπίζειν δογμάτων», Θεοδώρ.) νεοελλ. (νομ.) ενεργώ ως συνήγορος, συνηγορώ… … Dictionary of Greek
υπερασπίζω — υπεράσπισα, υπερασπίστηκα, υπερασπισμένος 1. μτβ., προστατεύω κάποιον με την ασπίδα μου (με τα όπλα μου), προασπίζω, υποστηρίζω, προστατεύω: Υπερασπίζει τα συμφέροντά του. 2. (νομ.), συνηγορώ για κάποιον στο δικαστήριο: Τον υπερασπίζει ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερασπίζῃ — ὑπερασπίζω cover with a shield pres subj mp 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres ind mp 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπίσει — ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj act 3rd sg (epic) ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπίσῃ — ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj mid 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj act 3rd sg ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπιεῖ — ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπιζομένων — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp fem gen pl ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπιζόμενον — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp masc acc sg ὑπερασπίζω cover with a shield pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερασπιζόντων — ὑπερασπίζω cover with a shield pres part act masc/neut gen pl ὑπερασπίζω cover with a shield pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)