Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υπενθυμίζω

  • 1 υπενθυμίζω

    [ипэнтимизо] р. напоминать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπενθυμίζω

  • 2 напоминать

    напоминать, напомнить υπενθυμίζω
    * * *
    = напомнить

    Русско-греческий словарь > напоминать

  • 3 напоминание

    η υπενθύμιση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напоминание

  • 4 напоминать

    напоминать
    несов, напомнить сов
    1. ὑπενθυμίζω, θυμίζω:
    \напоминать кому́-л. о чем-л. θυμίζω κάτι σέ κάποιον
    2. (иметь сходство) θυμίζει:
    он напоминает своего отца θυμίζει τόν πατέρα του.

    Русско-новогреческий словарь > напоминать

  • 5 напоминать

    [ναπαμινάτ"] ρ. υπενθυμίζω

    Русско-греческий новый словарь > напоминать

  • 6 напоминать

    [ναπαμινάτ"] ρ υπενθυμίζω

    Русско-эллинский словарь > напоминать

  • 7 напоминать

    ρ.δ.
    1. βλ. напомнить.
    2. ομοιάζω, υπενθυμίζω.
    υπενθυμίζομαι•

    вам это -ется вторично αυτό σας υπενθυμίζεται δεύτερη φορά.

    Большой русско-греческий словарь > напоминать

  • 8 напомнить

    ρ.σ.
    υπενθυμίζω, θυμίζω•

    напомнить о прошлом θυμίζω το παρελθόν•

    мне не нужно этого напомнить δε θέλω να μου θυμίζεις αυτό.

    || ομοιάζω, φαίνομαι όμοιος•

    она -ла мне мать αυτή μου θύμισε τη μάνα.

    Большой русско-греческий словарь > напомнить

  • 9 отметить

    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмеченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σημειώνω, σημαδεύω, βάζω σημάδι•

    отметить нешшятное место в книге σημειώνω το ακατάληπτο σημείο στο βιβλίο•

    отметить на карте σημειώνω στο χάρτη.

    2. μτφ. παίρνω υπ όψη. || κάνω υπόμνηση, υπενθυμίζω, αναφέρω.
    3. προσέχω, διακρίνω, παρατηρώ. || ελέγχω την εγγραφή.
    4. γιορτάζω, εορτάζω.
    5. διαγράφω από τον κατάλογο (ως αναχωρήσαντα).
    1. σημειώνομαι (στον κατάλογο).
    2. διαγράφομαι (από τον κατάλογο των ενοικιαστών).

    Большой русско-греческий словарь > отметить

  • 10 память

    θ.
    1. μνήμη, μνημονικό, θυμητικό•

    слабая память αδύνατη μνήμη•

    это никогда не выйдет из моей -и αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ•

    зрительная память οπτική μνήμη•

    тврдая γερή μνήμη•

    лишиться -и στερούμαι μνήμης, έχασα το θυμητικό•

    мне пришло на память μου ήρθε στη μνήμη•

    удержать в-и κρατώ (διατηρώ) στη μνήμη•

    если память не изменяет αν δε με απατά η μνήμη•

    написать на память γράφω από μνήμης•

    выучить на память απομνημονεύω•

    приводить что-л. кому на память φέρω στη μνήμη κάποιου (υπενθυμίζω)•

    приводить себе на память ξαναφέρω στη μνήμη μου.

    2. ανάμνηση•

    чтить память τιμώ τη μνήμη•

    оставить добрую память αφήνω καλή ανάμνηση•

    в память кого-л., чего-л. στη μνήμη του...

    3. (εκκλσ.) μνημόσυνο.
    εκφρ.
    вечная память – αιώνια η μνήμη•
    блаженной (светлой, незабвенной) -иπαλ. θεός σχωρέσ τον, αγιάσουν τα κόκκαλά του, ο Θεός ν' αναπάψει την ψυχή του•
    печальной – με θλιβερή τη μνήμη•
    недоброй -и – με κακή τη μνήμη•
    без -и – α) πάρα πολύ, μέχρι τρέλλας•
    он полюбил е без -и – αυτός την αγάπησε μέχρι τρέλλας. β) κατενθουσιασμένος, γ) αναίσθητος•
    на память – από μνήμης, όπως το θυμούμαι•
    на память (дать, подарить, взять, получить) – για ενθύμιο (δίνω, δωρίζω, παίρνω)•
    на память ή по -и (говорить, рассказывать, знать) – από μνήμης, απ έξω, αποστήθιση (μιλώ, διηγούμαι, γνωρίζω)•
    по старой -и – από παλαιά συνήθεια ή ανάμνηση του παρελθόντος•
    прийти на память – μου έρχεται στη μνήμη, ξαναθυμούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > память

  • 11 трепать

    треплю, треплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. трпанный, βρ: -пан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. τραβώ, κουνώ, τινάζω• σείω ελαφρά. || τραβώ•

    трепать за уши τραβώ από τα αυτιά•

    трепать за волосы τραβώ από τα μαλλιά.

    || τραβώ δυνατά (γιαξέ-σχισμα). || χτυπώ δυνατά, μανιασμένα (για άνεμο, κύματα κ.τ.τ.).
    2. ταράζω, τρεμουλιάζω, παραδέρνω•

    его -лет малярия τον ταράζει η ελονοσία•

    е -ла лихорадка την τάραζε ο μεγάλος πυρετός.

    3. κουρελιάζω, καταρρακώνω• φθείρω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδήματα).
    4. επαναλαβαίνω συχνά, υπενθυμίζω τακτικά, ανα-μασσώ, παλιλογώ, αναμηρυκάζω.
    5. μτφ. αερο-κοπανώ, αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ.
    6. κοπανώ (λινάρι, καννάβι).
    1. ανεμίζω, κυματίζω.
    2. κουρελιάζω, καταρρακώνομαι, καταστρέφομαι, χαλνώ.
    3. τριγυρίζω, περιφέρομαι, στριφογυρίζω.
    4. (απλ.) αεροκοπανώ, αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ.
    5. τραβιέμαι, κουνιέμαι, σείομαι.
    6. παραδέρνω.

    Большой русско-греческий словарь > трепать

  • 12 тыкать

    тычу, тычешь
    κ. тыкаю
    -аешь,
    επιρ. μτχ. тыча
    κ. тыкая ρ.δ.
    1. μπήγω, χώνω•

    тыкать колья в землю μπήγω πασσάλους στη γη.

    || χτυπώ• σκουντώ•

    тыкать пальцем σκουντώ με •το δάχτυλο.

    || κουνώ το δάχτυλο ή το χέρι, χειρονομώ.
    2. μ. κ. αμ. χτυπώ, δέρνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.) δακτυλοδεικτώ.
    4. εισάγω, βάζω μέσα•

    тыкать топор за пояс χώνω το τσεκούρι στο ζωνάρι•

    тыкать ключом в замок βάζω το κλειδί στην κλείδων ιά.

    || στέλλω, κατευθύνω. || μεταδίνω (ρίχνω) όπως-όπως, όπως λάχει.
    εκφρ.
    тыкать (свой) нос – χώνω τη μύτη (μούρη) μου (επεμβαίνω)•
    тыкать юсом кого во что – επίμονα κάνω κάποιον να δει το λάθος του, την πράξη του•
    тыкать в глаза или в нос – χώνω στα μάτια ή στη μύτη (συνεχώς υπενθυμίζω κάτι), μέμφομαι, κατηγορώ.
    1. μπήγομαι, χώνομαι•

    стрела -ется в дерево το βέλος μπήγεται στο δέντρο.

    2. αλληλοχτυπιέμαι με αιχμηρά όργανα.
    3. σκουντώ• χτυπώ με αιχμηρό όργανο.
    4. περιφέρομαι ανήσυχα•

    всюду -ется, а дела не делает παντού χώνεται και τίποτε δεν κάνει.

    5. ανακατεύομαι, επεμβαίνω. || μτφ. απευθύνομαι, καταφεύγω, επικαλούμαι.
    εκφρ.
    тыкать носомβλ. клевать носом (λ. клевать).
    -аю, -аешь κ. тычу, тычешь
    ρ.δ.μ. (απλ.) μιλώ στον ενικό.

    Большой русско-греческий словарь > тыкать

  • 13 упомянуть

    -мяну, -мянешь, πα.θ. μτχ. παρλθ. χρ. упомянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.
    1. υπενθυμίζω, θυμίζω, κάνω υπόμηση.
    2. μ. μνημονεύω, κάνω μνεία, αναφέρω.

    Большой русско-греческий словарь > упомянуть

См. также в других словарях:

  • υπενθυμίζω — υπενθυμίζω, υπενθύμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπενθυμίζω — Ν κάνω κάποιον να θυμηθεί κάτι, ξαναθυμίζω σε κάποιον κάτι («σού υπενθυμίζω ότι μεθαύριο λήγει η προθεσμία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ενθυμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στον Μαν. Βερνάρδο] …   Dictionary of Greek

  • υπενθυμίζω — υπενθύμισα, φέρνω κάτι στη μνήμη κάποιου, τον κάνω να θυμηθεί κάτι, θυμίζω: Σου υπενθυμίζω ότι αύριο θα ταξιδέψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προμιμνήσκω — Α υπενθυμίζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μιμνήσκω «υπενθυμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαναμιμνήσκω — Α 1. υπενθυμίζω κάτι σε κάποιον επιπρόσθετα 2. μέσ. προσαναμιμνήσκομαι μνημονεύω, αναφέρω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναμιμνήσκω «θυμίζω, υπενθυμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συναναμιμνήσκω — Α 1. υπενθυμίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλον 2. υπενθυμίζω επίσης κάτι …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υπενθύμιση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπενθυμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπενθυμίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπενθύμισις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …   Dictionary of Greek

  • αναγορεύω — (Α ἀναγορεύω) απονέμω αξίωμα ή τίτλο δημόσια, ανακηρύσσω νεοελλ. 1. κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω 2. (ενεργ. και μέσ.) υπενθυμίζω 3. διαβάλλω, κακολογώ, συκοφαντώ αρχ. δίνω προσωνυμία σε κάποιον, χαρακτηρίζω, αποκαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀν(α) * + ἀγορεύω …   Dictionary of Greek

  • αναθιβολεύω — 1. κάνω λόγο για κάτι, αναφέρω 2. υπενθυμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αθιβολεύω (ΙΙ)*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»