-
1 υπενθυμίζω
[ипэнтимизо] р. напоминать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπενθυμίζω
-
2 напоминать
-
3 напоминание
η υπενθύμισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > напоминание
-
4 напоминать
напоминатьнесов, напомнить сов1. ὑπενθυμίζω, θυμίζω:\напоминать кому́-л. о чем-л. θυμίζω κάτι σέ κάποιον2. (иметь сходство) θυμίζει:он напоминает своего отца θυμίζει τόν πατέρα του. -
5 напоминать
[ναπαμινάτ"] ρ. υπενθυμίζω -
6 напоминать
[ναπαμινάτ"] ρ υπενθυμίζω -
7 напоминать
ρ.δ.1. βλ. напомнить.2. ομοιάζω, υπενθυμίζω.υπενθυμίζομαι•вам это -ется вторично αυτό σας υπενθυμίζεται δεύτερη φορά.
-
8 напомнить
ρ.σ.υπενθυμίζω, θυμίζω•напомнить о прошлом θυμίζω το παρελθόν•
мне не нужно этого напомнить δε θέλω να μου θυμίζεις αυτό.
|| ομοιάζω, φαίνομαι όμοιος•она -ла мне мать αυτή μου θύμισε τη μάνα.
-
9 отметить
-чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. σημειώνω, σημαδεύω, βάζω σημάδι•отметить нешшятное место в книге σημειώνω το ακατάληπτο σημείο στο βιβλίο•
отметить на карте σημειώνω στο χάρτη.
2. μτφ. παίρνω υπ όψη. || κάνω υπόμνηση, υπενθυμίζω, αναφέρω.3. προσέχω, διακρίνω, παρατηρώ. || ελέγχω την εγγραφή.4. γιορτάζω, εορτάζω.5. διαγράφω από τον κατάλογο (ως αναχωρήσαντα).1. σημειώνομαι (στον κατάλογο).2. διαγράφομαι (από τον κατάλογο των ενοικιαστών). -
10 память
-и θ.1. μνήμη, μνημονικό, θυμητικό•слабая память αδύνατη μνήμη•
это никогда не выйдет из моей -и αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ•
зрительная память οπτική μνήμη•
тврдая γερή μνήμη•
лишиться -и στερούμαι μνήμης, έχασα το θυμητικό•
мне пришло на память μου ήρθε στη μνήμη•
удержать в-и κρατώ (διατηρώ) στη μνήμη•
если память не изменяет αν δε με απατά η μνήμη•
написать на память γράφω από μνήμης•
выучить на память απομνημονεύω•
приводить что-л. кому на память φέρω στη μνήμη κάποιου (υπενθυμίζω)•
приводить себе на память ξαναφέρω στη μνήμη μου.
2. ανάμνηση•чтить память τιμώ τη μνήμη•
оставить добрую память αφήνω καλή ανάμνηση•
в память кого-л., чего-л. στη μνήμη του...
3. (εκκλσ.) μνημόσυνο.εκφρ.вечная память – αιώνια η μνήμη•блаженной (светлой, незабвенной) -и – παλ. θεός σχωρέσ τον, αγιάσουν τα κόκκαλά του, ο Θεός ν' αναπάψει την ψυχή του•печальной – με θλιβερή τη μνήμη•недоброй -и – με κακή τη μνήμη•без -и – α) πάρα πολύ, μέχρι τρέλλας•он полюбил е без -и – αυτός την αγάπησε μέχρι τρέλλας. β) κατενθουσιασμένος, γ) αναίσθητος•на память – από μνήμης, όπως το θυμούμαι•на память (дать, подарить, взять, получить) – για ενθύμιο (δίνω, δωρίζω, παίρνω)•на память ή по -и (говорить, рассказывать, знать) – από μνήμης, απ έξω, αποστήθιση (μιλώ, διηγούμαι, γνωρίζω)•по старой -и – από παλαιά συνήθεια ή ανάμνηση του παρελθόντος•прийти на память – μου έρχεται στη μνήμη, ξαναθυμούμαι. -
11 трепать
треплю, треплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. трпанный, βρ: -пан, -а, -оρ.δ.μ.1. τραβώ, κουνώ, τινάζω• σείω ελαφρά. || τραβώ•трепать за уши τραβώ από τα αυτιά•
трепать за волосы τραβώ από τα μαλλιά.
|| τραβώ δυνατά (γιαξέ-σχισμα). || χτυπώ δυνατά, μανιασμένα (για άνεμο, κύματα κ.τ.τ.).2. ταράζω, τρεμουλιάζω, παραδέρνω•его -лет малярия τον ταράζει η ελονοσία•
е -ла лихорадка την τάραζε ο μεγάλος πυρετός.
3. κουρελιάζω, καταρρακώνω• φθείρω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδήματα).4. επαναλαβαίνω συχνά, υπενθυμίζω τακτικά, ανα-μασσώ, παλιλογώ, αναμηρυκάζω.5. μτφ. αερο-κοπανώ, αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ.6. κοπανώ (λινάρι, καννάβι).1. ανεμίζω, κυματίζω.2. κουρελιάζω, καταρρακώνομαι, καταστρέφομαι, χαλνώ.3. τριγυρίζω, περιφέρομαι, στριφογυρίζω.4. (απλ.) αεροκοπανώ, αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ.5. τραβιέμαι, κουνιέμαι, σείομαι.6. παραδέρνω. -
12 тыкать
тыкать 1тычу, тычешьκ. тыкаю-аешь,επιρ. μτχ. тычаκ. тыкая ρ.δ.1. μπήγω, χώνω•тыкать колья в землю μπήγω πασσάλους στη γη.
|| χτυπώ• σκουντώ•тыкать пальцем σκουντώ με •το δάχτυλο.
|| κουνώ το δάχτυλο ή το χέρι, χειρονομώ.2. μ. κ. αμ. χτυπώ, δέρνω.3. (κυρλξ. κ. μτφ.) δακτυλοδεικτώ.4. εισάγω, βάζω μέσα•тыкать топор за пояс χώνω το τσεκούρι στο ζωνάρι•
тыкать ключом в замок βάζω το κλειδί στην κλείδων ιά.
|| στέλλω, κατευθύνω. || μεταδίνω (ρίχνω) όπως-όπως, όπως λάχει.εκφρ.тыкать (свой) нос – χώνω τη μύτη (μούρη) μου (επεμβαίνω)•тыкать юсом кого во что – επίμονα κάνω κάποιον να δει το λάθος του, την πράξη του•тыкать в глаза или в нос – χώνω στα μάτια ή στη μύτη (συνεχώς υπενθυμίζω κάτι), μέμφομαι, κατηγορώ.1. μπήγομαι, χώνομαι•стрела -ется в дерево το βέλος μπήγεται στο δέντρο.
2. αλληλοχτυπιέμαι με αιχμηρά όργανα.3. σκουντώ• χτυπώ με αιχμηρό όργανο.4. περιφέρομαι ανήσυχα•всюду -ется, а дела не делает παντού χώνεται και τίποτε δεν κάνει.
5. ανακατεύομαι, επεμβαίνω. || μτφ. απευθύνομαι, καταφεύγω, επικαλούμαι.εκφρ.тыкать носом – βλ. клевать носом (λ. клевать).тыкать 2-аю, -аешь κ. тычу, тычешьρ.δ.μ. (απλ.) μιλώ στον ενικό. -
13 упомянуть
-мяну, -мянешь, πα.θ. μτχ. παρλθ. χρ. упомянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.1. υπενθυμίζω, θυμίζω, κάνω υπόμηση.2. μ. μνημονεύω, κάνω μνεία, αναφέρω.
См. также в других словарях:
υπενθυμίζω — υπενθυμίζω, υπενθύμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπενθυμίζω — Ν κάνω κάποιον να θυμηθεί κάτι, ξαναθυμίζω σε κάποιον κάτι («σού υπενθυμίζω ότι μεθαύριο λήγει η προθεσμία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ενθυμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στον Μαν. Βερνάρδο] … Dictionary of Greek
υπενθυμίζω — υπενθύμισα, φέρνω κάτι στη μνήμη κάποιου, τον κάνω να θυμηθεί κάτι, θυμίζω: Σου υπενθυμίζω ότι αύριο θα ταξιδέψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προμιμνήσκω — Α υπενθυμίζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μιμνήσκω «υπενθυμίζω»] … Dictionary of Greek
προσαναμιμνήσκω — Α 1. υπενθυμίζω κάτι σε κάποιον επιπρόσθετα 2. μέσ. προσαναμιμνήσκομαι μνημονεύω, αναφέρω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναμιμνήσκω «θυμίζω, υπενθυμίζω»] … Dictionary of Greek
συναναμιμνήσκω — Α 1. υπενθυμίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλον 2. υπενθυμίζω επίσης κάτι … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υπενθύμιση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπενθυμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπενθυμίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπενθύμισις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α … Dictionary of Greek
αναγορεύω — (Α ἀναγορεύω) απονέμω αξίωμα ή τίτλο δημόσια, ανακηρύσσω νεοελλ. 1. κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω 2. (ενεργ. και μέσ.) υπενθυμίζω 3. διαβάλλω, κακολογώ, συκοφαντώ αρχ. δίνω προσωνυμία σε κάποιον, χαρακτηρίζω, αποκαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀν(α) * + ἀγορεύω … Dictionary of Greek
αναθιβολεύω — 1. κάνω λόγο για κάτι, αναφέρω 2. υπενθυμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αθιβολεύω (ΙΙ)*] … Dictionary of Greek