-
1 υπάκουος
[и паку ос] επ. подчинённый, послушный, покорный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπάκουος
-
2 послушный
-
3 дисциплинированный
дисципли́н||и́рованныйΙ, прич. от дисциплинировать-2. прил πειθαρχημένος, πειθαρχικός, ὑπάκουος. -
4 ниточка
ни́точ||каж уменыи. τό λεπτό νήμα, ἡ κλωστίτσα· ◊ висеть на \ниточкаке κρέμομαι ἀπό μιά τρίχα· ходить по \ниточкаке εἶμαι σάν ἀρνάκι, εἶμαι ὑπάκουος· разобрать по \ниточкаке ἐξετάζω κάτι λεπτομερώς, ψΐλοκο-σκινίζω. -
5 покорный
поко́рн||ыйприл ὑπάκουος, πειθήνιος· ◊ ваш \покорныйый слуга δοῦλος σας!· \покорныйая просьба ἡ ταπεινή παράκληση. -
6 послушный
послушныйприл ὑπάκουος, πειθήνιος, εὐπειθής:\послушный ребенок τό ὑπάκουο παιδί. -
7 дисциплинированный
επ. από μτχ.πειθαρχικός, ευπειθής, υπάκουος. -
8 ниточка
-и θ.κλωστίτσα, -ούλα,νηματάκι.εκφρ.висеть (держать(ся) на -е – κρέμομαι (κρατιέμαι) από μια κλωστίτσα (πολύ επικίνδυνη κατάσταση)•ходить (как) по -е – είμαι πολύ υπάκουος, στέκομαι σούζα. -
9 податливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. ευκολοδουλευτος, καλοδούλευτος, ευκατέργαστος•податливый материал ευκολοδούλευτο υλικό•
-ая глина ευκολοδουλευτος πηλός.
|| εύκαμπτος, ευλύγιστος.2. μτφ. ευάγωγος, ευπειθής, υπάκουος•податливый характер ευάγωγος χαρακτήρας.
-
10 покорный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноυπάκουος, υποτακτικός, ευπειθής.εκφρ.слуга. покорный – παλ. ταπεινός σας δούλος. -
11 послушный
επ., βρ: -шен, -шна, -юноυπάκουος, ευπειθής• υποταγής, υποτακτικός•ребёнок υπάκουο παιδάκι•
послушный ученик ευπειθής μαθητής.
βλ. податливый (1 σημ.). -
12 шёлковый
κ. шелковыйεπ.1. μεταξωτός, μεταξένιος, μετάξινος•-ое волокно μεταξωτές ίνες•
-ая нить μεταξωτή κλωστή•
-ая материя μεταξωτό ύφασμα•
-ая промышленность μεταξοβιομηχανία•
-ые чулки μεταξωτές κάλτσες.
|| μεταξοειδής•-ые волосы μαλλιά σαν το μετάξι.
2. μτφ. πράος, ήσυχος, υπάκουος, ευπειθής•он стал -ым после выговора αυτός έγινε αρνάκι ύστερα από την τιμωρία.
См. также в других словарях:
υπάκουος — υπάκουος, η, ο και υπάκουγος, η, ο αυτός που υπακούει, πειθαρχικός, πειθήνιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπακουός — obedient to masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπακουός — ὁ, Α [ὑπακούω] ευπειθής, υπάκουος ή αυτός που άκουσε, που πληροφορήθηκε κάτι από άλλον … Dictionary of Greek
υπάκουος — και υπάκουγος, η, ο, Ν [υπακούω] αυτός που υπακούει, ευπειθής («υπάκουο παιδί») … Dictionary of Greek
πειθήνιος — α, ο / πειθήνιος και δωρ. τ. πειθάνιος, ον, ΝΜΑ (για υποζύγιο) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα ηνία, στο χαλινάρι, αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῑν», Πλούτ.) νεοελλ. τυφλά υπάκουος, άκριτα πειθαρχικός… … Dictionary of Greek
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
αταλός — ἀταλός, ή, όν (Α) Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος 2. νεανικός, ζωηρός 3. τρυφερός, στοργικός 4. υπάκουος, ευπειθής II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα στην επιγραφή του Διπύλου).… … Dictionary of Greek
δουλωτικός — ή, ό (AM δουλωτικός, ή, όν) νεοελλ. υπάκουος αρχ. μσν. εξυπηρετικός … Dictionary of Greek
ενυπότακτος — ἐνυπότακτος, ον (Α) ευπειθής, υπάκουος … Dictionary of Greek
επάκουος — η, ο δημδ. τ. αντί υπάκουος* … Dictionary of Greek
επήκοος — ον (AM ἐπήκοος, ον Α και δωρ. τ. έπάκοος, ον) φρ. «εἰς ἐπήκοον» σε τέτοια απόσταση ή θέση που να ακούν όλοι («ἔστησαν εἰς ἐπήκοον», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που ακούει με προσοχή («τῶνδ ἐπήκοοι κακῶν», Αισχύλ.) 2. (για θεούς) αυτός που εισακούει τις… … Dictionary of Greek