Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

υνος

См. также в других словарях:

  • φιλοκύων — υνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αγαπά τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κύων «σκύλος»] …   Dictionary of Greek

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • μόσσυν — μόσσυν, υνος και μοσσύν, ύνος, ὁ (ΑΜ, Α και μόσυν, ὁ) ξύλινος πύργος ή σπίτι αρχ. 1. δρύφακτο, περίφραγμα 2. πιθ. ναυπηγείο 3. (κατά τον Ησύχ.) «πύργος, έπαλξις». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κυρίως τού νότιου Εύξεινου Πόντου (πρβλ. Μοσσύν οικοι, ονομ. λαού που… …   Dictionary of Greek

  • προκύων — (Αστρον.). Αστέρας στον αστερισμό του Μικρού Κυνός, Ν των Διδύμων. Είναι διπλός αστέρας, που οφείλει τη σημασία του στον δεύτερο αστέρα του ζεύγους, την ύπαρξη του οποίου προέβλεψε ήδη από το 1844 ο Γερμανός αστρονόμος και μαθηματικός Φρίντριχ… …   Dictionary of Greek

  • Gortys — GORTYS, ýnis, Gr. Γόρτυς, υνος, (⇒ Tab. XIX.) des Stymphalus Sohn und Erbauer der Stadt Gortynis, in Arkadien, welche von ihm den Namen bekommen. Pausan. Arcad. c. 5. p. 460 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Phorcys — PHORCYS, ynis, Gr. Φόρκυν, υνος, od. Φόρκυς, υος, (⇒ Tab. IV.) Lateinisch PHORCVS Serv. ad Virgil. Aen. V. v. 240. Er war, nach einigen, des Pontus und der Erde, Apollod. l. I. c. 2. §. 6. nach andern aber Neptuns und der Thoosa, einer Nymphe,… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Φόρκυς — Θαλασσινός θεός της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που αναφέρεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια ως πατέρας της Θοόσης, μητέρας του Πολύφημου. Με το όνομά του ήταν γνωστό ένα λιμάνι στην Ιθάκη. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησιόδου, ήταν γιος του Πόντου… …   Dictionary of Greek

  • κίνδυν — κίνδυν, υνος, ὁ (Α) βλ. κίνδυνος …   Dictionary of Greek

  • κίω — (Α) πορεύομαι, πηγαίνω («τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον», Ομ. Ιλ. β. «τῆς κινήσεως... ἡ... ἀρχὴ ἀπὸ τοῡ κίειν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. είναι ο θεματικός αόρ. (με σημ. παρατατικού) κί ε, από τον οποίο προήλθαν και οι πολύ σπάνιοι ενεστωτικοί… …   Dictionary of Greek

  • όρκυνος — ὄρκυνος, ὁ (Α) το ψάρι θύννος, ο τόννος. [ΕΤΥΜΟΛ. θεματική μορφή τού ὄρκυς*, υνος] …   Dictionary of Greek

  • όρκυς — ὄρκυς, υνος, ὁ (Α) είδος μεγάλου θύννου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»