-
21 εὐ-άντυξ
-
22 εὔ-ζυξ
-
23 νεό-ζυξ
νεό-ζυξ, υγος, = νεόζυγος, γυναῖκες, neu vermählt, Ap. Rh. 4, 1191.
-
24 μικρο-πτέρυξ
μικρο-πτέρυξ, υγος, Schol. Pind. P. 4, 29, = μικρόπτερος, mit kleinen Flügeln, Sp.
-
25 μεγαλο-πτέρυξ
μεγαλο-πτέρυξ, υγος, = Vorigem, Sp.
-
26 νεο-στάλυξ
νεο-στάλυξ, υγος, von Hesych. νεοδάκρυτος erkl.
-
27 μελανό-ζυξ
μελανό-ζυξ, υγος, ναῦς, ein mit schwarzen Ruderbänken ( ζυγά) versehenes Schiff, Aesch. Suppl. 525.
-
28 μελανο-πτέρυξ
μελανο-πτέρυξ, υγος, = Vorigem; ὄνειρος, Eur. Hec. 71; μελανοπτερύγων κορακίνων, Ar. bei Ath. VII, 308 f.
-
29 διδυμό-ζυξ
διδυμό-ζυξ, υγος, dasselbe, δίφρος, zweispännig, Nonn. D. 21, 210.
-
30 δι-ῶρυξ
-
31 δί-ζυξ
-
32 μονό-ζυξ
-
33 θραυσ-άντυξ
θραυσ-άντυξ, υγος, Rad zerbrechend, Ar. Nubb. 1246.
-
34 λισπό-πυξ
-
35 λευκο-πτέρυξ
λευκο-πτέρυξ, υγος, dasselbe, nur Conj. bei Ion im Schol. Ar. Pax 835.
-
36 λινο-πτέρυξ
λινο-πτέρυξ, υγος, dasselbe, λινοπτερύγων ὅπλα νηῶν, Opp. Cyn. 1, 121. 4, 61.
-
37 λάρυγξ
λάρυγξ, υγγος, nach E. M. auch -υγος, ὁ, u. nach den Gramm. auch ἡ, nach Arist. H. A. 1, 12 der Vordertheil des αὐχήν, die Kehle, Schlund, Speiseröhre, μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ σου καλῶς Eur. Cycl. 158; Ar. Ran. 575 Equ 1363; ἀνόσιοι λάρυγγες Eubul. bei Ath. III, 113 f. – Vgl. φάρυγξ.
-
38 οἰνό-φλυξ
-
39 ἀπ-ῶρυξ
-
40 ὀρθριο-κόκκυξ
ὀρθριο-κόκκυξ, ῡγος, der am frühen Morgen Krähende, der Hahn, Diphil. bei Eust. 1479, 46.
См. также в других словарях:
πολυάντυξ — υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει πολλές περιφέρειες, πολλούς κύκλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄντυξ, υγος (πρβλ. ευ άντυξ, λευκ άντυξ)] … Dictionary of Greek
σιδηροπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α σιδηρόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. αἰολο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek
σπινθάρυξ — υγος, ἡ, Α σπινθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. τού σπινθήρ* με ένθημα αρ και ουρανικό επίθημα υγ ς (πρβλ. μαρμαρ υγ ή, πομφόλ υξ, υγος)] … Dictionary of Greek
τανυπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τανύπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο πτέρυξ) … Dictionary of Greek
υψάντυξ — υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει υψηλό τόξο, υψηλή αψίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ἄντυξ, υγος «κύκλος, τόξο» (πρβλ. εὐ άντυξ)] … Dictionary of Greek
φεψάλυξ — υγος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. φέψαλος* 2. μτφ. ίχνος («ἀλλ οὐδὲ μοιχοῡ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα υξ, υγος (πρβλ. πομφόλ υξ)] … Dictionary of Greek
φιλόρτυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αγαπά τα ορτύκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρτυξ, υγος «ορτύκι»] … Dictionary of Greek
φοινικοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α (για πτηνό) αυτός που έχει κόκκινες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + πτέρυξ (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυξ] … Dictionary of Greek
χρυσάντυξ — υγος, ὁ, ἡ, Μ (για άρμα) αυτός που έχει χρυσή άντυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄντυξ, υγος «κύκλος, περιφέρεια, τροχιά»] … Dictionary of Greek
χρυσοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Μ χρυσοπτέρυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. λινο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek
Στυξ — υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν μυθ. 1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τόν συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους 2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών… … Dictionary of Greek