-
41 ὁμό-ζυξ
ὁμό-ζυξ, υγος, = Vorigem; Plat. Phaedr. 256 a; ὁμόζυγες λίϑοι, von derselben Art, Arist. phys. 2, 6.
-
42 ὁμο-σύ-ζυξ
ὁμο-σύ-ζυξ, υγος, zusammengespannt, vereinigt, Philoxen. bei Ath. IV, 147 g. E.
-
43 ὄρτυξ
-
44 ὄρυξ
ὄρυξ, υγος, auch ὄρυγξ, υγγος, ὁ, 1) spitziges Eisen zum Graben od. Bohren, bes. Spitzeisen, Werkzeug des Steinmetzen zum Einhauen, Eingraben in Stein; neben Ackergeräthschaften nennt Phani. 4 (VI, 297) δαπέδων μουνορυχὰν ὄρυγα, Hesych.; vgl. Lob. Phryn. 231. – 2) eine Gazellenart in Aegypten od. Libyen, wegen ihrer graden spitzigen Hörner so benannt, Ath. V, 200 e, wo Schweigh. zu vergleichen; Opp. Cyn. 3, 3. – 3) eine Wallfischart, vielleicht das Seeeinhorn, Strab.
-
45 ἄντυξ
ἄντυξ, υγος, ἡ, jede Rundung, vgl. ἴτυς u. κύκλος, bes. 1) Hom. Il. der runde Schildrand, ἄντυξ ἣ πυμάτη ϑέεν ἀσπίδος 6, 118, σάκεος 18, 608, u. ohne diesen Zusatz 14, 412. 20, 275; – die beiden gerundeten Seitenwände des Wagenstuhles, δοιαὶ δέ περίδρομοι ἄντυγές εἰσιν 5, 728, die vorn in einen runden Knopf zusammenliefen, um den man die Zügel beim Stillhalten band, ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας 5, 262; ἱππικῶν ἐξ ἀντύγων πρισϑείς Soph. Ai. 1010. Iliad. 21, 38 kann man auch an die Räder denken; aber 11, 535 sind ἄντυγες αἱ περὶ δίφρον die Seitenwände; vgl. Hes. Sc. 64; Plat. Theaet. 207 a; Luc. Deor. D. 25, 2; Wagensitz Eur. Phoen. 1200; ἐξ ἀντύγων ὤλισϑε El. 736; Sp. für Wagen übh., Theocr. 2, 166 νυκτός; Mosch. 2, 88 Σελήνης. – 2) Bei sp. Ep. die runden Theile des menschlichen Körpers, μηρῶν Christodor. Ecphr. 80; μαστῶν Nonn. Uebh. Kreis, bes. am Himmel, ῥοδόεσσα Ἄους Dionys. 2; οὐρανοῦ, Himmelsgewölbe, Ep. ad. 684 (VIII, 1); οὐρανίη öfter Anth., – 3) der Steg an der Lyra, Eur. Hippol. 1135; Eustath.
-
46 ἄ-ζυξ
-
47 ὄ-ζυξ
-
48 ἐπ-ῆλυξ
-
49 ἐλαχυ-πτέρυξ
ἐλαχυ-πτέρυξ, υγος, kleinflügelig, kurzstössig, Delphin, Pind. P. 4, 17.
-
50 ἑτερό-ζυξ
-
51 ὑψ-άντυξ
-
52 ἔρνυξ
-
53 ἰσό-ζυξ
-
54 ἦλυξ
ἦλυξ, υγος, ἡ, = ἠλύγη, von Choerobosc. in B. A. 1199 σκιά erkl. S. ἐπῆλυξ.
-
55 διδυμόζυξ
διδυμό-ζυξ, υγος, doppelgespannt, δίφρος, zweispännig -
56 δίζυξ
-
57 διῶρυξ
δι-ῶρυξ, υγος, ἡ, der Graben, Kanal, Mine -
58 ἐλαχυπτέρυξ
ἐλαχυ-πτέρυξ, υγος, kleinflügelig, kurzstößig -
59 ἐπῆλυξ
-
60 ἑτερόζυξ
См. также в других словарях:
πολυάντυξ — υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει πολλές περιφέρειες, πολλούς κύκλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄντυξ, υγος (πρβλ. ευ άντυξ, λευκ άντυξ)] … Dictionary of Greek
σιδηροπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α σιδηρόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. αἰολο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek
σπινθάρυξ — υγος, ἡ, Α σπινθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. τού σπινθήρ* με ένθημα αρ και ουρανικό επίθημα υγ ς (πρβλ. μαρμαρ υγ ή, πομφόλ υξ, υγος)] … Dictionary of Greek
τανυπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τανύπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο πτέρυξ) … Dictionary of Greek
υψάντυξ — υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει υψηλό τόξο, υψηλή αψίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ἄντυξ, υγος «κύκλος, τόξο» (πρβλ. εὐ άντυξ)] … Dictionary of Greek
φεψάλυξ — υγος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. φέψαλος* 2. μτφ. ίχνος («ἀλλ οὐδὲ μοιχοῡ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα υξ, υγος (πρβλ. πομφόλ υξ)] … Dictionary of Greek
φιλόρτυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αγαπά τα ορτύκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρτυξ, υγος «ορτύκι»] … Dictionary of Greek
φοινικοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α (για πτηνό) αυτός που έχει κόκκινες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + πτέρυξ (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυξ] … Dictionary of Greek
χρυσάντυξ — υγος, ὁ, ἡ, Μ (για άρμα) αυτός που έχει χρυσή άντυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄντυξ, υγος «κύκλος, περιφέρεια, τροχιά»] … Dictionary of Greek
χρυσοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Μ χρυσοπτέρυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. λινο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek
Στυξ — υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν μυθ. 1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τόν συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους 2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών… … Dictionary of Greek