Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τῷ+δαίμονί+τι

См. также в других словарях:

  • δαιμόνι' — δαιμόνια , δαιμόνιον divine Power neut nom/voc/acc pl δαιμόνια , δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνια , δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνιε , δαιμόνιος of masc voc sg δαιμόνιε , δαιμόνιος of masc/fem voc sg δαιμόνιαι , δαιμόνιος of fem …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονι — δαίμων god masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • πάνιος — ία, ον, Α [Παν] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πάνα, ο πανικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάνιον το σπήλαιο τού Πανός 3. (κατά τον Ησύχ.) «πανίῳ δαίμονι μανιώδει δαίμονι» …   Dictionary of Greek

  • Moirae — The three Moirae. Relief, grave of Alexander von der Mark by Johann Gottfried Schadow. Old National Gallery, Berlin Greek deities series …   Wikipedia

  • EVOCANDI — I. EVOCANDI Deos tutelares, ex urbibus obsessis, Romanorum olim, ritus, vide infra ubi de Oppugnatione urbium: uti de ali Deorum vocandt ratione paulo infra ubi de Evocatoriis hymnis. II. EVOCANDI Manes ratio, horrendis cerimoniis peragi solita,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NYMPHAE — aquarum Dcae, quasi Lympharum numina, ut quidam volunt. Occani filias fuisse testatur Orpheus, Hymnô in honorem earundem consecratô: Νύμφαι θυγατέρες μεγαλήτορος Ὠκεανοῖο Ὑγροπόροις γαίης ὑπὸ κεύθεσιν οἰκἴ ἔχουσαι. Virg. eas fluviorum matres esse …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VACCA — I. VACCA Diodoro memoratur inter animalia, quae Aegyptii ob utilitatem, quam ex iis caperent, veneratentur, namque την` μὲν θήλειον βοῦν ἐργάταν τίκτειν, καὶ την` ἐλαφρὰν τῆς γῆς αροῦν, et ipsam vomere terram proscindere aliosque qui hoc… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επισεύω — ἐπισεύω (Α) [σεύω] 1. θέτω κάτι σε κίνηση εναντίον κάποιου, διεγείρω, παρορμώ («ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλός», Ομ. Οδ.) 2. στέλνω, κατευθύνω 3. μέσ. ἐπισεύομαι τρέχω βιαστικά προς το μέρος κάποιου («οἱ δ’ εἰς Πανθοΐδην… …   Dictionary of Greek

  • κοιτωνιάρχης — κοιτωνιάρχης, ὁ (Μ) θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτώνιον + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δαιμονι άρχης, στρατ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • πολυφόρος — ον, ΜΑ (για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρπος αρχ. 1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού 2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»