-
1 αγαθοδαιμονισται
οἱ пьющие во славу благого божества, т.е. чуть отпивающие, мало пьющие Arst.
См. также в других словарях:
ἀγαθοδαιμονισταί — guests who drink only to the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοδαιμονιστάς — ἀγαθοδαιμονιστά̱ς , ἀγαθοδαιμονισταί guests who drink only to the masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)