-
101 παρακαμπτω
-
102 παραπλασσω
атт. παραπλάττω (преимущ. med.)1) присоединять, добавлять(τινι τι Sext.)
2) преобразовывать, переделывать(τέν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων Sext.)
-
103 σαρκωδης
-
104 σπαθαω
1) прибивать бердом (уток к ткани), т.е. уплотнять ткань, перен. мотать, расточать(τὰ χρήματα Plut.)
λίαν σπαθᾷς Arph. — ты слишком плотно ткешь, т.е. неумеренно тратишь2) кутить(τρὴς τῆς ἡμέρας Luc.)
3) расхищать, пускать на ветер(τὰ τῶν ἀνθρώπων Plut.)
4) замышлятьδιὰ ταῦτ΄ ἐσπαθᾶτο ταῦτα Dem. — вот из-за чего (все) это затевалось
-
105 συγγιγνωσκω
ион. συγγῑνώσκω тж. med.1) одинаково думать, решать вместе (с кем-л.), быть одинакового мнения, соглашаться(τινί Xen.; τινί τι Isae.)
μετὰ πολλῶν τέν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν Thuc. — (хиосцы) разделяли это заблуждение со многими;οὐ ὅ συγγνωσόμενός τοι πάρα Her. — нет такого, кто согласился бы с тобой;συγγνόντες οἴχοντο ἀποστάντες Her. — согласившись, они отказались от своего намерения2) ( обычно с ἑαυτῷ) признавать(ся), сознавать(ся)συνέγνωσαν καὴ αὐτοὴ σφίσιν ὡς ἠδικηκότες Lys. — они сами признали, что поступили незаконно;
συγγινωσκόμενος τῶν ἀνθρώπων εἶναι βαρυσυμφορώτατος Her. — считая себя несчастнейшим из людей;οὔ οἱ συγγινώσκων λέγειν ἀληθέα Her. — не поверив тому, что он говорит правду;παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες (pl. m = sing. f) Soph. — (в этом случае) я готова была бы, стерпев, признать себя виновной3) извинять, прощатьσ. τινί τι Aesch., Eur. и τινί τινος Eur., Plat.; — прощать кому-л. что-л.;
σύγγνωθι ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις Eur. — прости мне мои слова;ἥ βία γὰρ ταῦτ΄ ἀναγκάζει με δρᾶν, ξύγγνωτε Soph. — ведь необходимость заставляет меня делать это, простите (меня) -
106 συναγωγον
-
107 συνδρομη
ἥ (тж. σ. τοῦ λαοῦ NT.)1) стечение, наплыв, сборище, большая толпа Arst., Polyb.διαλύσεις καὴ πάλιν συνδρομαὴ τῶν ἀνθρώπων ἦσαν Plut. — люди (Сертория) то разбегались, то опять собирались;
ἀπὸ συνδρομῆς Diod. — толпами2) скопление, прилив(αἵματος εἴς τι Arst.)
3) результат, заключение, тж. вывод(τοῦ λόγου Anth.)
-
108 συρραπτω
1) сшивать(δέρματα νεύρῳ Hes.)
2) зашивать(τέν νηδύν Her.; перен. σ. τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων Plat.)
3) связывать, сочетатьσ. ἐπιθυμίας ἀπολαύσεσι Plut. — связывать (свои) вожделения с наслаждениями, т.е. немедленно удовлетворять их
-
109 ελάχτστος
η, ο[ν]1) малейший; 2) наименьший, минимальный;τό ελάχτστο πολλαπλάσιο — наименьшее кратное;
ελάχτστος όρος — минимум;
ελάχτστη ποσότητα — минимальное количество;
ελάχτστη ταχύτητα — минимальная скорость;
ελάχτστο πρόγραμμα — программа-минимум;
3) прям., перен. ничтожный;ελάχτστο τμήμα γης — ничтожный клочок земли;
ο ελάχτστος των ανθρώπων — ничтожный человек, ничтожество
-
110 ломать
ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -оρ.δ. μ.1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•ломать камни σπάζω πέτρες•
ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.
|| κατεδαφίζω, γκρεμίζω•ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•
ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.
2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.3. συντρίβω, θρυμματίζω•-каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.
4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.
|| αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•
ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.
|| καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•
он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.
5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•
-ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.
7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.εκφρ.- голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.2. αλλάζω•голос -ется η φωνή αλλάζει.
3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι. -
111 мирской
επ.1. παλ. ανθρώπινος, των ανθρώπων.2. παλ.επίγειος.ουσ. ουδ. -ое το επίγειο. || κοσμικός (αντών. του επ. μοναχικός),ουσ. κοσμικός (αντών. του ουσ. μοναχός).3. της κοινότητας, κοινοτικός. -
112 διοράω
II distinguish,τοὺς.. κολακεύοντας καὶ τοὺς.. θεραπεύοντας Isoc.2.28
;τὰς φύσεις τῶν ἀνθρώπων Id.3.16
;πότε ὑπάρχει καὶ πότε οὔ οὐ ῥᾴδιον διιδεῖν Arist.Mete. 390a20
;δόξας διορᾶν Epicur.Nat.15.24
, cf. 11.8. -
113 δοξοποιέω
A glorify, praise a god, PMag.Berol.2.176.II [voice] Pass., possess the power of judgement,τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος δεδοξοποιημένον Plb.18.15.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοξοποιέω
-
114 ζηλόω
I c. acc. pers., vie with, emulate, τινα Th.2.37, Pl.R. 553a, Michel 1007.29 (Teos, ii B.C.):—[voice] Pass., Phld.Rh.1.125S., etc.: c.acc. rei, Th.2.64; in bad sense, to be jealous of, envy,ζηλοῖ δέ τε γείτονα γείτων Hes.Op.23
, cf. h.Cer. 168, 223, Theoc.6.27;τὴν αὑτοῦ γυναῖκα LXXSi.9.1
: abs., to be jealous, 1 Ep.Cor.13.4; through jealousy,Act.Ap.
7.9.b c. acc. pers., to be jealous for, LXXNu.11.29.2 esteem or pronounce happy, admire, praise, τινά τινος one for a thing, S.El. 1027, Isoc.4.91;ζηλῶ σε τῆς εὐβουλίας Ar.Ach. 1008
(lyr.);τῆς εὐγλωττίας Id.Eq. 837
;τῆς εὐτυχίας τὸν πρέσβυν Id.V. 1450
(lyr.);τοῦ πλούτου X.Smp.4.45
;τινὰ ἐπί τισι IG 12(5).860.47
(Tenos, i B.C.): more rarely,ζ. τινά τι S.Aj. 552
; ζ. σε ὁθούνεκα .. A.Pr. 332; τὴν πόλιν, ὅτι .. X.HG6.5.45; πολλά σε ζηλῶ βίου, μάλιστα δ' εἰ .. S.Fr. 584: c. part.,σε ζ. θανόντα πρὶν κακῶν ἰδεῖν βάθος A.Pers. 712
(troch.), cf.E.Or. 521: iron., ζηλῶ σε happy in your ignorance! Id.Med.60;ὑμῶν οὐ ζηλοῦμεν τὸ ἄφρον Th.5.105
:—[voice] Pass., to be deemed fortunate, .II c. acc.rei, desire emulously, strive after, affect, ;ἀρετήν Id.20.141
;ἀστρολογίαν Epicur.Ep.2p.53U.
; (ii A.D.);πίστιν Cod.Just.1.1.3.2
:—[voice] Pass., ;τὰ ζηλούμενα Arist.Rh. 1360b34
.III also of persons, pay zealous court to, Ep.Gal.4.17:—[voice] Pass., ib.18. -
115 ζώπυρον
ζώπῠρ-ον, τό,A spark or hot coal, used to kindle a fire: hence metaph., σμικρὰ ζ. τοῦ τῶν ἀνθρώπων διασεσως μένα γένους (of the survivors of the flood), Pl.Lg. 677b, cf. Luc.Tim.3; so [τὸ βαρὺ καὶ κοῦφον] οἷον ζ. ἄττα κινήσεως Arist.Cael. 308a2
;βραχέα τινὰ ζ. τῆς Αυκούργου νομοθεσίας Plu.2.240a
;ζ. τι πρὸς σωτηρίαν βίου Max.Tyr. 2.4
;ζώπυρα τῆς ἰδίας σωτηρίας Ph.2.519
; ζ. φιλανθρωπίας flashes of humanity, Nic.Dam.Fr.127J.II [voice] Act., pair of bellows, Ephor. 42J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζώπυρον
-
116 καί
καί, Conj., copulative, joining words and sentences,A and; also Adv., even, also, just, freq. expressing emphatic assertion or assent, corresponding as positive to the negative οὐ ([etym.] μή ) or οὐδέ ([etym.] μηδέ).A copulative, and,I joining words or sentences to those preceding,ἦ, καὶ κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσινεῦσε Κρονίων Il.1.528
, etc.: repeated with two or more Nouns,αἱ δὲ ἔλαφοι κ. δορκάδες κ. οἱ ἄγριοι οἶες κ. οἱ ὄνοι οἱ ἄγριοι X.Cyr.1.4.7
; joining only the last pair, Cleom.2.1 (p.168.5 Z.), Phlp.in APr.239.30, etc., v. l. in Arist.Po. 1451a20; ὁ ὄχλος πλείων κ. πλείων ἐπέρρει more and more, X.Cyr.7.5.39; to add epithets afterπολύς, πολλὰ κ. ἐσθλά Il.9.330
;πολλὰ κ. μεγάλα D.28.1
, etc.2 to addalimiting or defining expression, πρὸς μακρὸν ὄρος κ. Κύνθιον ὄχθον to the mountain and specially to.., h.Ap. 17, cf. A.Ag. 63 (anap.), S.Tr. 1277 (anap.) (sts. in reverse order,πρὸς δῶμα Διὸς κ. μακρὸν Ὄλυμπον Il.5.398
); to add by way of climax, θεῶν.. κ. Ποσειδῶνος all the gods, and above all.., A.Pers. 750, etc.;ἐχθροὶ κ. ἔχθιστοι Th.7.68
;τινὲς κ. συχνοί Pl.Grg. 455c
; freq. ἄλλοι τε καί.., ἄλλως τε καί.. , v. ἄλλος 11.6,ἄλλως 1.3
; ὀλίγου τινὸς ἄξια κ. οὐδενός little or nothing, Id.Ap. 23a: joined with the demonstr. Pron. οὗτος (q. v.),εἶναι.. δούλοισι, κ. τούτοισι ὡς δρηπέτῃσι Hdt.6.11
, cf. 1.147; κ. ταῦτα and this too..,γελᾶν ἀναπείθειν, κ. ταῦθ' οὕτω πολέμιον ὄντα τῷ γέλωτι X.Cyr.2.2.16
, etc.II at the beginning of a sentence,1 in appeals or requests,καί μοι δὸς τὴν Χεῖρα Il.23.75
; καί μοι λέγε.., καί μοι ἀπόκριναι.. , Pl.Euthphr.3a, Grg. 462b; freq. in Oratt., καί μοι λέγε.. τὸ ψήφισμα, καί μοι ἀνάγνωθι.. , D.18.105, Lys.14.8, etc.2 in questions, to introduce an objection or express surprise, κ. τίς τόδ' ἐξίκοιτ' ἂν ἀγγέλων τάχος; A.Ag. 280; κ. πῶς.. ; pray how..? E. Ph. 1348; κ. δὴ τί.. ; but then what..? Id.Hel. 101; κ. ποῖον.. ; S.Aj. 462; κ. τίς εἶδε πώποτε βοῦς κριβανίτας; Ar.Ach.86; κἄπειτ' ἔκανες; E.Med. 1398 (anap.); κ. τίς πώποτε Χαριζόμενος ἑτέρῳ τοῦτο εἰργάσατο; Antipho 5.57, cf. Is.1.20, Isoc.12.23, Pl. Tht. 163d,al.4 at the beginning of a speech, Lys.Fr. 36a.III after words implying sameness or like ness, as, γνώμῃσι ἐχρέωντο ὁμοίῃσι κ. σύ they had the same opinion as you, Hdt.7.50, cf. 84; ἴσον or ἴσα κ... , S.OT 611, E.El. 994; ἐν ἴσῳ (sc. ἐστὶ)κ. εἰ.. Th.2.60
, etc.2 after words implying comparison or opposition,αἱ δαπάναι οὐχ ὁμοίως κ. πρίν Id.7.28
;πᾶν τοὐναντίον ἔχει νῦν τε κ. ὅτε.. Pl.Lg. 967a
.3 to express simultaneity,ἦν ἦμαρ δεύτερον.., κἀγὼ κατηγόμην S.Ph. 355
, cf. Th.1.50; παρέρχονταί τε μέσαι νύκτες κ. ψύχεται [ τὸ ὕδωρ] Hdt.4.181, cf. 3.108; [ οἱ Λακεδαιμόνιοι]οὐκ ἔφθασαν τὴν ἀρχὴν κατασχόντες κ. Θηβαίοις εὐθὺς ἐπεβούλευσαν Isoc.8.98
.IV joining an affirm. clause with a neg., , etc.V καί.., καί.. correlative, not only.., but also.., κ. ἀεὶ κ. νῦν, κ. τότε κ. νῦν, Pl.Grg. 523a, Phlb. 60b;κ. κατὰ γῆν κ. κατὰ θάλατταν X.An.1.1.7
.VI by anacoluthon, ὣς φαμένη κ. κερδοσύνῃ ἡγήσατ' Ἀθήνη, for ὣς ἔφη κ... , Il.22.247; ἔρχεται δὲ αὐτή τε.. κ. τὸν υἱὸν ἔχουσα, for κ. ὁ υἱός, X.Cyr.1.3.1;ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς, κ. τέλος ἐγίνοντο Hdt.9.104
;τοιοῦτος ὤν, κᾆτ' ἀνὴρ ἔδοξεν εἶναι Ar.Eq. 392
, cf. Nu. 624.B even, also, just,1 τάχα κεν κ. ἀναίτιον αἰτιόῳτο even the innocent, Il.11.654, cf. 4.161, etc.; δόμεναι κ. μεῖζον ἄεθλον an even greater prize, 23.551, cf. 10.556, 5.362: with numerals, κ. πέντε full five, 23.833;γενομένης κ. δὶς ἐκκλησίας Th.1.44
, cf. Hdt.2.44,60, 68, al. (but ἐτῶν δύο κ. τριῶν two or three, Th.1.82, cf. X.Eq.4.4).2 also, κ. ἐγώ I also, Il.4.40; κ. αὐτοί they also, X.An.3.4.44, etc.; Ἀγίας καὶ Σωκράτης κ. τούτω ἀπεθανέτην likewise died, ib. 2.6.30; in adding surnames, etc.,Ὦχος ὁ κ. Δαρειαῖος Ctes.Fr.29.49
(sed Photii est): Ptol. Papyri have nom. ὃς κ., gen. τοῦ κ. etc.,Πανίσκος ὃς κ. Πετεμῖνις PLond.2.219
(b) 2 (ii B.C.); dat. τῷ κ. ib.(a) v2, PRein.26.5 (ii B. C.); nom. ὁ κ. first in PTeb.110.1 (i B. C.), freq. later, BGU22.25 (ii A. D.), etc.;Ἰούδας ὁ κ. Μακκαβαῖος J.AJ12.6.4
;Σαῦλος ὁ κ. Παῦλος Act.Ap.13.9
: withἄλλος, λαβέτω δὲ κ. ἄλλος Od.21.152
; εἴπερ τι κ. ἄλλο, ὥς τις κ. ἄλλος, X.Mem.3.6.2, An.1.3.15, cf. Pl. Phd. 59a, Ar.Nu. 356: freq. in antithetic phrases, οὐ μόνον.., ἀλλὰ καὶ.. , not only.., but also.., v. μόνος; οὐδὲν μᾶλλον.. ἢ οὐ καὶ.. Hdt.5.94, al.b freq. used both in the anteced. and relat. clause, where we put also in the anteced. only,εἰ μὲν κ. σὺ εἶ τῶν ἀνθρώπων ὧνπερ κ. ἐγώ Pl.Grg. 458a
, cf. Il.6.476, X.An.2.1.21.3 freq. in apodosi, after temporal Conjs.,ἀλλ' ὅτε δή ῥα.., κ. τότε δή.. Il.1.494
, cf. 8.69, Od. 14.112; also after εἰ, Il.5.897: in Prose,ὡς δὲ ἔδοξεν, κ. ἐχώρουν Th.2.93
: as a Hebraism,κ. ἐγένετο.. κ... LXX Ge.24.30
, al., Ev.Luc.1.59, etc.4 with Advs., to give emphasis,κ. κάρτα Hdt.6.125
; κ. λίην full surely, Il.19.408, Od.1.46;κ. μᾶλλον Il.8.470
, cf. E.Heracl. 386; κ. πάλαι, κ. πάνυ, S.OC 1252, Pl. Chrm. 154e; κ. μάλα, κ. σφόδρα, in answers, Ar.Nu. 1326, Pl.La. 191e.5 with words expressing a minimum, even so much as, were it but, just,ἱέμενος κ. καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι Od.1.58
; οἷςἡδὺ κ. λέγειν Ar.Nu. 528
; τίς δὲ κ. προσβλέψεται; who will so much as look at you? E.IA 1192, cf. Ar.Ra. 614, Pl.Ap. 28b, 35b.6 just, τοῦτ' αὐτὸ κ. νοσοῦμεν 'tis just that that ails me, E.Andr. 906, cf. Ba. 616, S.Tr. 490, Ar. Pax 892, Ra.73, Pl.Grg. 456a, Tht. 166d: freq. with a relat.,τὸ κ. κλαίουσα τέτηκα Il.3.176
;διὸ δὴ καὶ.. Th.1.128
, etc.: also in interrogations (usu. to be rendered by emphasis in intonation), ποίου Χρόνου δὲ καὶ πεπόρθηται πόλις; and how long ago was the city sacked? A.Ag. 278; ποῦ καί σφε θάπτει; where is he burying her? E.Alc. 834, cf. S.Aj. 1290, al., X.An.5.8.2, Ar. Pax 1289, Pl. Euthphr.6b, D.4.46, etc.7 even, just, implying assent, ἔπειτά με κ. λίποι αἰών thereafter let life e'en leave me, Il.5.685, cf. 17.647, 21.274, Od.7.224.8 κ. εἰ even if, of a whole condition represented as an extreme case, opp. εἰ κ. although, notwithstanding that, of a condition represented as immaterial even if fulfilled, cf. Il.4.347, 5.351, Od.13.292, 16.98 with Il.5.410, Od.6.312, 8.139, etc.; εἰ κ. ἠπιστάμην if I had been able, Pl.Phd. 108d, cf. Lg. 663d. (This remark does not apply to cases where εἰ and καί each exert their force separtely, asεἴ περ ἀδειής τ' ἐστί, καὶ εἰ..
and if..Il.
7.117, cf. Hdt.5.78, etc.)9 before a Participle, to represent either καὶ εἰ.. , or εἰ καί.. , although, albeit, Ἕκτορα κ. μεμαῶτα μάχης σχήσεσθαι ὀΐω, for ἢν κ. μεμάῃ, how much soever he rage, although he rage, Il.9.655; τί σὺ ταῦτα, κ. ἐσθλὸς ἐών, ἀγορεύεις; (for εἰ κ. ἐσθλὸς εἶ) 16.627, cf. 13.787, Od.2.343, etc.;κ. τύραννος ὢν ὅμως S.OC 851
.C Position: καί and, is by Poets sts. put after another word, ἔγνωκα, τοῖσδε κοὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω, forκαὶ τοῖσδε οὐδέν A.Pr.51
, cf. Euph.51.7, etc.D crasis: with [pron. full] ᾰ, as κἄν, κἀγαθοί, etc.; with ε, as κἀγώ, κἄπειτα, etc., [dialect] Dor. κἠγώ, κἤπειτα, etc.; with η, as Χἠ, Χἠμέρη, Χἠμεῖς, etc.; with [pron. full] ῐ in Χἰκετεύετε, Χἰλαρή; with ο, as Χὠ, Χὤστις, etc.; with υ in Χὐμεῖς, Χὐποχείριον, etc.; with ω in the pron. ᾧ, Χᾦ; with αι, as κᾀσχρῶν; with αυ, as καὐτός; with ει, as κεἰ, κεἰς (but also κἀς) , κᾆτα; with εὐ-, as κεὐγένεια, κεὐσταλής; with οι in Χοἰ (Χᾠ EM816.34
); with ου in Χοὖτος, κοὐ, κοὐδέ, and the like . -
117 κυβεία
κῠβεία, ἡ,A dice-playing, Pl.Phdr. 274d, X Mem.1.3.2, Aen.Tact.5.2, Men.481.10 (pl.), etc.: metaph., ἐν τῇ κ. τῶν ἀνθρώπων by the trickery of men, Ep.Eph.4.14. -
118 κυβερνητικός
A good at steering, Pl.R. 488d, 488e;νοῦς καὶ ἀρετὴ κ. Id.Alc.1.135a
: [comp] Comp. - ώτερος Id.R. 551c: [comp] Sup. - ώτατος X.Mem.3.3.9: ἡ -κή (sc. τέχνη) pilot's art, Pl.Grg. 511d, cf. lamb.Myst.3.26; c;τὰ -κά Id.Alc.1.119d
. Adv. -κῶς D.Chr.4.25
.2 metaph.,ἡ τῶν ἀνθρώπων -κή Pl.Clit. 408b
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβερνητικός
-
119 λάμαχος
λάμαχος· ἄμαχος, ἀκαταγώνιστος, Hsch. [full] λάμβαι· τὰ χάσματα, ἢ οἱ μόνοι τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἰχθῦς, Id.; cf. [full] λάμβα,A sapula, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λάμαχος
-
120 μεγαλοφυής
A of noble nature,ἄνδρα -έστερον ἢ κατ' ἄνθρωπον Plb.12.23.5
, cf. Dam.Pr.54 ([comp] Comp.);οἱ μ. τῶν ἀνθρώπων S.E.P.1.12
, cf. Arr. Epict.3.23.15;μ. ἤθη καὶ πάθη D.H.Vett.Cens.2.11
; ἡ μ. αὐθεντία σου, as a title, Just.Nov.126.3 Ep. Adv. -φῠῶς Arr.Epict.2.17.19
.2 endowed with genius, Phld.Rh.1.28 S., D.L.1.38; τὸ μ. lofty genius, Longin.9.1;τὸ-έστατον Id.34.4
.II Adv. - φυῶς in bad sense, with exaggeration, Cleom.2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοφυής
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek