Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τῶν+ἀνϑρώπων

  • 1 сознание

    ουδ.
    1. συνείδηση• συναίσθηση•

    быть без -я είμαι αναίσθητος•

    сознание долга συναίσθηση του καθήκοντος•

    классовое сознание ταξική συνείδηση•

    рост политического -я άνοδος της πολιτικής συνείδησης.

    2. (φιλοσ. κ. ψυχολ.) συνείδηση, το συνειδός•

    сознание есть функция мозга η συνείδηση είναι λειτουργία του μυαλού•

    первичность материи и вторичность -я το πρωταρχικό είναι η ύλη και δευτερεύον η συνείδηση•

    бытие определяет сознание η ζωή (οι κοινωνικές συνθήκες) καθορίζουν τη συνείδηση•

    общественное сознание κοινωνική συνείδηση•

    пережитки капитализма в -и людей καπιταλιστικά υπολείμματα στη συνείδηση των ανθρώπων.

    3. παλ. παραδοχή, αναγνώριση. || το λογικό.
    4. οι αισθήσεις•

    потерять сознание χάνω τις αισθήσεις•

    к больному возвратилось сознание ο ασθενής ανέκτησε τις αισθήσεις.

    εκφρ.
    до потери. -я – μέχρι απώλειας των αισθήσεων•
    жить в -и – διατηρούμαι στη μνήμη, δεν ξεχνιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сознание

  • 2 ломать

    ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•

    ломать камни σπάζω πέτρες•

    ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.

    || κατεδαφίζω, γκρεμίζω•

    ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•

    ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.

    2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.
    3. συντρίβω, θρυμματίζω•

    -каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.

    4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•

    ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.

    || αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•

    ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•

    ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.

    || καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•

    ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•

    он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.

    5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.
    6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•

    меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•

    -ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.

    7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.
    εκφρ.
    - голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•
    ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•
    ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•
    ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•
    ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•
    ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.
    1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.
    2. αλλάζω•

    голос -ется η φωνή αλλάζει.

    3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ломать

  • 3 мирской

    επ.
    1. παλ. ανθρώπινος, των ανθρώπων.
    2. παλ.
    επίγειος.
    ουσ. ουδ. -ое το επίγειο. || κοσμικός (αντών. του επ. μοναχικός),
    ουσ. κοσμικός (αντών. του ουσ. μοναχός).
    3. της κοινότητας, κοινοτικός.

    Большой русско-греческий словарь > мирской

  • 4 Make

    v. trans.
    P. and V. ποιεῖν, ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι.
    Make ( acquire) money: Ar. and P. ἐργάζεσθαι χρήματα (Ar., Eq. 840).
    Make a living: V. συλλέγειν βίον; see Live.
    Reap as profit: P. and V. κερδαίνειν; see Gain.
    Construct: P. and V. συντιθέναι, συμπηγνναι, συναρμόζειν, P. κατασκευάζειν, συνιστάναι, V. τεύχειν; see also Build.
    Mould, fashion: P. and V. πλάσσειν, V. σχηματίζειν.
    Render: P. and V. ποιεῖν, καθιστναι, παρέχειν (or mid.), P. παρασκευάζειν, ἀπεργάζεσθαι, Ar. and P. ποδεικνύναι, ποφαίνειν, Ar. and V. τιθέναι (rare P.), V. κτίζειν, τεύχειν.
    Make oneself ( show oneself): P. and V παρέχειν ἑαυτόν (with acc. of adj.).
    Compel: P. and V. ναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, βιάζεσθαι, καταναγκάζειν, Ar. and P. προσαναγκάζειν, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.
    What makes you say this? P. τί παθὼν ταῦτα λέγεις;
    Bring it about that: P. and V. πράσσειν ὅπως (aor. subj. or fut. indic.).
    Produce, cause: P. and V. ποιεῖν, V. τεύχειν. P. ἀπεργάζεσθαι.
    In periphrastic expressions, use P. and V. ποιεῖσθαι, V. τιθέναι, τθεσθαι; e.g., make haste: P. σπουδὴν ποιεῖσθαι.
    Make amedds for: see under Amends.
    Make away with: P. and V. φανίζειν, πεξαιρεῖν.
    Steal: P. διακλέπτειν; see Steal.
    Make for, hasten to: P. and V. ὁρμᾶσθαι εἰς (acc.).
    Seek: P. and V. ζητεῖν (acc.).
    Tend towards: P. and V. τείνειν εἰς (acc.), πρός (acc.), P. συντείνειν εἰς (acc.), or ἐπί (acc.), or πρός (acc.); see Tend.
    Public support made rather for the Lacedaemonians: P, ἡ εὔνοια ἐποίει τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον εἰς τοὺς Λακεδαιμονίους (Thuc. 2. 8).
    Make free with: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Make good (losses, etc.): P. and V. ναλαμβνειν, κεῖσθαι, ἐξιᾶσθαι; see Retrieve.
    Carry out (a promise, etc.): see Accomplish.
    Make light of: see Disregard.
    Make merry: P. and V. εὐωχεῖσθαι, κωμάζειν.
    Make of understand, interpret: P. ὑπολαμβνειν (acc.), ἐκλαμβνειν (acc.).
    Construct of: P. and V. συντιθέναι ἐκ (gen.).
    Be made of, be constructed of: P. συγκεῖσθαι ἐκ (gen.).
    Make out, pretend: Ar. and P. προσποιεῖσθαι; see Understand, Interpret, Represent.
    Make over, hand over: P. and V. παραδιδόναι, ἐκδιδόναι.
    Make up, dress up, v. trans.: P. and V. σκευάζειν, Ar. and P. ἐνσκευάζειν; v. intrans.: Ar. and P. ἐνσκευάζεσθαι.
    Complete (a number, etc.): P. and V. ἐκπληροῦν. P. ἀναπληροῦν.
    Trump up: P. and V. πλάσσειν, (acc.), P. κατασκευάζειν (acc.), συσκευάζειν (acc.).
    Help to make up: P. συγκατασκευάζειν (acc.).
    Constitute: P. and V. εἶναι, καθεστηκέναι (perf. of καθιστάναι).
    Help in forming: P. συγκατασκευάζειν.
    Make up (a quarrel. etc.): P. and V. εὖ τιθέναι (or mid.), καλῶς τιθέναι (or mid.) P. λύεσθαι, κατατίθεσθαι, διαλύεσθαι, Ar. and P. καταλεσθαι.
    Straightway a widespread rumour was bruited in our ears that you and your lord had made up your former quarrel: V. διʼ ὤτων δʼ εὐθὺς ἦν πολὺς λόγος σὲ καὶ πόσιν σὸν νεῖκος ἐσπεῖσθαι τὸ πρίν (Eur., Med. 1139).
    Make it up, be reconciled: P. and V. καταλλάσσεσθαι, διαλεσθαι; see under Reconcile.
    Make up for, make amends for: P. and V. κεῖσθαι (acc.) ναλαμβνειν (acc.), ᾶσθαι (acc.), ἐξιᾶσθαι (acc.).
    ——————
    subs.
    Form: P. and V. σχῆμα, τό; see Form.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Make

  • 5 Society

    subs.
    P. ἡ τῶν ἀνθρώπων, κοινωνία.
    Association, club: Ar. and P. σύνοδος, ἡ, P. ἑταιρεία, ἡ, σύστασις, ἡ.
    Company: P. and V. συνουσία, ἡ, ὁμιλία, ἡ, κοινωνία, ἡ; see Company.
    Delight in anyone's society: use P. and V. ἥδεσθαι συνών τινι.
    Learn also to be a boon-companion and a man of society: Ar. προσμάνθανε συμποτικὸς εἶναι καὶ συνουσιαστικός (Vesp. 1208).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Society

  • 6 Sympathy

    subs.
    Good will: P. and V. εὔνοια, ἡ, εὐμένεια, ἡ, P. φιλοφροσύνη, ἡ (Plat.).
    Kindliness: P. φιλανθρωπία, ἡ.
    Pity: P. and V. ἔλεος, ὁ, οἶκτος, ὁ (rare P.).
    Congratulation: P. μακαρισμός, ὁ.
    The public sympathies inclined considerably to the side of the Lacedaemonians more ( than to that of their opponents): P. ἡ δε εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους (Thuc. 2, 8).
    Seeing you let fall tears from your eyes I felt pity and myself shed tears in sympathy with you: V. ἐγώ σʼ ἀπʼ ὄσσων ἐκβαλόντʼ ἰδὼν δάκρυ ᾤκτειρα καὐτὸς ἀντάφηκα σοὶ πάλιν (Eur., I. A. 477).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sympathy

  • 7 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 8 резерв

    резерв
    м в разн. знач. ἡ ἐφεδρεία:
    продовольственные \резервы οἱ ἐφεδρείες τροφίμων \резервы производства οἱ ἐφεδρείες Τής παραγωγής· людские \резервы οἱ ἐφεδρείες ἀνθρώπων трудовые \резервы οἱ μαθητές των ἐπαγγελματικών σχολών, οἱ ἐργατικές ἐφεδρείες· быть в \резерве εἶμαι σέ ἐφεδρεία, διατελώ ἐν ἐφεδρία· отвести полк в \резерв ἀποσύρω τό σύνταγμα στήν ἐφεδρεία· иметь в \резерве ἔχω σέ ἐφεδρεία

    Русско-новогреческий словарь > резерв

  • 9 контингент

    α.
    1. σύνολο (ανθρώπων)•

    учащихся το σύνολο των μαθητών.

    2. καθορισμένο ποσό, το κανονικό, η νόρμα•

    контингент строительных материалов το καθορισμένο (προβλεπόμενο) ποσό δομικών υλικών.

    Большой русско-греческий словарь > контингент

  • 10 легион

    α.
    1. λεγεώνα.
    2. μτφ. πλήθος ανθρώπων.
    εκφρ.
    иностранный легион – η λεγεώνα των ξένων•
    орден почётного -а – το παράσημο της λεγεώνας.

    Большой русско-греческий словарь > легион

  • 11 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 12 приобрести

    ρ.σ.μ. αποκτώ, κτώμαι κερδίζω•

    приобрести состояние αποκτώ περιουσία•

    приобрести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    приобрести опыт αποκτώ πείρα•

    приобрести доверие αποκτώ την εμπιστοσύνη•

    уважение, дружбу честных людей κερδίζω την εκτίμηση, τη φιλία των τίμιων ανθρώπων•

    знания αποκτώ γνώσεις•

    приобрести плохую репутацию παίρνω κακή φήμη (όνομα)•

    приобрести вновь επανακτώ.

    Большой русско-греческий словарь > приобрести

  • 13 юрта

    -ы σκηνή των νομαδικών ανθρώπων.

    Большой русско-греческий словарь > юрта

  • 14 Victim

    subs.
    Sacrifice: P. and V. θῦμα, τό, σφγιον, τό (generally pl.), Ar. and P. ἱερεῖον, τό, Ar. and V. σφαγεῖον, τό, V. θύος, τό, θυτήριον, τό, πρόσφαγμα, τό, χρηστήριον, τό.
    Animal for slaughter: Ar. and V. βοτόν, τό.
    Severed portions of victims: Ar. and P. τόμια, τά.
    met., the victim as opposed to the agent: P. and V. ὁ πάσχων.
    One who is wronged: P. and V.δικούμενος.
    You will depart hence, the victim not of us, the laws, but of men: P. ἠδικημένος ἄπει... οὐχ ὑφʼ ἡμῶν τῶν νόμων ἀλλʼ ὑπʼ ἀνθρώπων (Plat., Crito, 54B).
    Be the victim (of misfortune, etc.), v.: P. also V. περιπίπτειν (dat.), ἐμπίπτειν (εἰς, acc.); see fall into.
    Be victim, as opposed to the agent: P. and V. πάσχειν.
    I was the victim of circumstances: P. ἡσσήθην τῇ τύχῃ.
    Be the victim of a plot, P. and V. ἐπιβουλεύεσθαι (pass.).
    Be victim of malicious accusations: Ar. and P. συκοφαντεῖσθαι.
    An easy victim: V. εὐμαρὲς χείρωμα, τό (Æsch., Ag. 1326).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Victim

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»