-
1 Κεκλεισμένων των θυρών
– Με κλειστές τις πόρτες• При закрытых дверяхИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κεκλεισμένων των θυρών
-
2 θύρα
η дверь; ворота;§ κεκλεισμένων (ανοικτών) των θύρών — при закрытых (открытых) дверях;
πολιτική (των) ανοιχτών θύρών — политика открытых дверей;
προ των θύρών — очень близко
-
3 διατριβω
1) растирать(ῥίζαν χερσί Hom.)
2) истреблять, уничтожать; pass. гибнуть(κάκιστα διατριβῆναι Her.; κινδυνεύειν διατριβῆναι Thuc.)
3) сдерживать, унимать(τὸν χόλον τινός Hom.)
4) откладывать, оттягивать(γάμον Hom.)
5) задерживать(τοὺς πρέσβεις Plut.)
μέ διατρίβωμεν ὁδοῖο Hom. — не будем медлить с отъездом6) ( о времени) тратить, проводить(χρόνον πολλόν Her. и συχνόν Plat.; πολὺν χρόνον ἐν ταῖς ὁδοῖς Xen.; πολὺ μέρος τῆς ἡμέρας πρός τινι πράγματι Plut.)
7) проводить время(μετά τινος, ἐν τῇ ζητήσει Plat.; περὴ φιλοσοφίαν Aeschin. и ἐπὴ φιλοσοφίᾳ Plut.; πρὸς τοῖς ἔργοις Arst.; ἐπὴ τοῖς ἰδίοις Isocr.)
διατρίβουσι μελετῶντες τὰ ἄλλα Xen. — они занимаются другими делами8) терять (напрасно) время Hom., Thuc., Arph., Xen., Luc.9) пребывать, находиться(ἐν ταῖς ὁδοῖς Xen.; ἐν γυμνασίοις Arph.; πρὸ τῶν θυρῶν τοῦ βουλευτηρίου Plut.)
-
4 εκπορευω
1) заставлять или просить выйти, выводить, вызывать(τινά δόμων Eur.)
2) med. выходить, удаляться, отправляться(ἐπὴ λείαν Xen.; ἐκ τοῦ χάρακος Polyb.; διὰ τῶν θυρῶν Plut.; εἰς ὁδὸν NT.)
ἐκπορευόμενοι τὸ βουλευτήριον Polyb. — покинув совещательную комнату -
5 κεκλεισμένος
η, ο[ν] закрытый, запертый;§ κεκλεισμένων των θυρών — при закрытых дверях
-
6 Με κλειστές τις πόρτες
– Με κλειστές τις πόρτες• При закрытых дверяхИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Με κλειστές τις πόρτες
-
7 εμπροσθε
Iadv.1) впереди, спереди(καὴ ἔ. καὴ ὄπισθεν Arst.)
ὅ ἔ. Her., Arst. — передний;εἰς τὸ (τὰ) ἔ. Her., Plat., Arst. — вперед;ἐν τῷ ἔ. Plat. — впереди;ἐκ τοῦ ἔ. Xen. — впереди, (на)против2) прежде, раньшеὁ ἔ. Xen., Arst. — прежний, предшествующий, предыдущий;
τὰ (λεχθέντα) ἔ. Plat., Arst. — вышесказанное;ἔ. εἶναι τῶν πραγμάτων Dem. — (пред)упреждать события;οἱ ἔ. — предшественники или предкиII1) перед, впереди(θυρῶν Arph.)
2) выше(σωφροσύνης Plat.)
3) прежде, ранее(τὰ ἔ. τούτων ῥηθέντα Plat.)
-
8 εμπροσθεν
Iadv.1) впереди, спереди(καὴ ἔ. καὴ ὄπισθεν Arst.)
ὅ ἔ. Her., Arst. — передний;εἰς τὸ (τὰ) ἔ. Her., Plat., Arst. — вперед;ἐν τῷ ἔ. Plat. — впереди;ἐκ τοῦ ἔ. Xen. — впереди, (на)против2) прежде, раньшеὁ ἔ. Xen., Arst. — прежний, предшествующий, предыдущий;
τὰ (λεχθέντα) ἔ. Plat., Arst. — вышесказанное;ἔ. εἶναι τῶν πραγμάτων Dem. — (пред)упреждать события;οἱ ἔ. — предшественники или предкиII1) перед, впереди(θυρῶν Arph.)
2) выше(σωφροσύνης Plat.)
3) прежде, ранее(τὰ ἔ. τούτων ῥηθέντα Plat.)
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
πύλος — Με το όνομα αυτό αναφέρονται τρεις πόλεις: μία της μυκηναϊκής εποχής, μία των κλασικών χρόνων και μία σύγχρονη. 1. Μυκηναϊκή Π. Είναι η πόλη του ομηρικού Νέστορα, του οποίου η δύναμη και η δόξα δεν είχαν σχεδόν τίποτα να ζηλέψουν από τη δόξα και… … Dictionary of Greek