-
1 ἀγυιεύς
ἀγυιεύς, έως, ὁ, Apollo als Schirmherr der Straßen, Eur. Phoen. 634; Orac. bei Dem. 43, 66, vgl. 21, 52; dessen Altäre und rohe Bildsäulen, ὀβελίσκοι, vor den Hausthüren aufgestellt waren; γεῖτον Ἀγυιεῦ τοὐμοῠ προϑύρου Ar. Vesp. 875; vgl. Th. 489; ὦ δέσποτ' Ἀγυιεῠ Phereer. bei Schol. Ar. Vesp.; dessen Altar βωμὸς ἀγ., Soph. frg. 301; Harpocr. erkl. οἱ πρὸ τῶν οἰκιῶν βωμοί, κίων εἰς ὀξὺ λήγων, ὃν ἱστᾶσι πρὸ τῶν ϑυρῶν; an diesem brachte man Opfer dar, was κνισᾶν ἀγυιᾶς heißt, Ar. Av. 1233; vgl. Dem. 21, 51 (wo ἀγυιάς steht, vgl. Harpocr., der auch beide Accentuationen anführt).
-
2 θυρ-αυλέω
θυρ-αυλέω, außer dem Hause, im Freien, im Felde verweilen, liegen, Tim. lex. Plat. ἔξω τῶν ϑυρῶν αὐλίζεσϑαι καὶ ἀναστρέφεσϑαι; bes. von Soldaten; δυναμένους ϑυραυλεῖν καὶ ἀγρυπνεῖν Plat. Legg. III, 695 a; γυμνοὶ δὲ καὶ ἄστρωτοι ϑυραυλοῦντες τὰ πολλὰ ἐνέμοντο Polit. 272 a; Xen. Oec. 7, 30 setzt μένειν ἔνδον entgegen. Vgl. noch Arist. pol. 6, 4 Plut. Ant. 40 D. Hal. 9, 15. Bes. auch vor der Thür der Geliebten die Nacht zubringen, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 145.
-
3 ἔμ-προσθεν
ἔμ-προσθεν, vor Consonanten auch ἔμπροσϑε, – 1) vom Orte, vorn, voran, vor, Her. u. Folgde; προπορεύεσϑαι ἔμπρ., vorwärts, Xen. Cyr. 4, 2, 23; c. gen., ἔμπρ. ϑυρῶν Ar. Vesp. 871; τινὸς τάττειν Plat. Legg. I, 631 d, Ggstz ὕστερον; ἡ ἔαπρ. Εὐρώπη, der vordere Theil von Europa, Her. 7, 126; öfter mit dem Artikel, ῥίπτει αὐτὰ ἐς τὰ ἔμπρ., vor sich hin, 4, 61, τὸ ἔμπρ. τοῦ βουλευτηρίου Xen. Hell. 2, 3, 23, ἐκ τοῠ ἔμπρ., gegenüber, Cyr. 2, 2, 6, ἐν τῷ ἔμπρ. εἶναι Πρωταγόρου Plat. Prot. 315 b, πρόϊϑί γε ἔτι εἰς τοὔμπροσϑεν, gehe noch weiter vor, Gorg. 497 a (wie ὕπαγ' εἰς τοὔμπροσϑεν Eupol bei Ammon. v. ὑπάγειν), einen Vorzug bedeutet. σωφροσύνης ἔμπρ. ὑγίειαν ποιῶν τιμίαν Legg. V, 743. e; τὰς αἰτίας τὰς τῶν ἠδικηκότων ἔμπρ. εἶναι τοῦ δικαίου, überwiegen das Recht, Dem. 56, 50; aber ἔμπ. εἶναι τῶν πραγμάτων, im Ggstz von ἀκολουϑεῖν αὐτοῖς, 4, 39, den Ereignissen zuvorkommen. – 2) von der Zeit, zuvor, vorher; ἔμπροσϑε ταύτης τῆς γνώμης Her. 7, 144; τὰ λεχϑέντα ὀλίγον ἔμπρ., das kurz zuvor Gesagte, Plat. Phaedr. 277 d; ὁ ἔμπρ. λόγος ibd.; τὰ ἔμπρ. τούτων ῥηϑέντα Legg. VI, 773 e; ἐν τῷ ἔμπροσϑεν, im Vorhergehenden, Plat. oft u. A.; οἱ ἔμπρ., die Vorfahren, Polit. 296 a; ὁ ἔμπρ. χρόνος Xen. Mem. 4, 8, 2; ὁ ἔμπρ., der ehemalige, Hegesipp. Ath. VII, 290 b. – 3) Bei Sp. ist ἔμπρ. = später, nachher im Buche, weiter unten; vgl. Lob. Phyrn. p. 11.
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
πύλος — Με το όνομα αυτό αναφέρονται τρεις πόλεις: μία της μυκηναϊκής εποχής, μία των κλασικών χρόνων και μία σύγχρονη. 1. Μυκηναϊκή Π. Είναι η πόλη του ομηρικού Νέστορα, του οποίου η δύναμη και η δόξα δεν είχαν σχεδόν τίποτα να ζηλέψουν από τη δόξα και… … Dictionary of Greek