-
1 τῡφο-μανία
τῡφο-μανία, ἡ, 1) rasende Hoffarth. – 2) eine Krankheit, wobei Raserei mit Schlafsucht gemischt ist, wofür Lob. Phryn. 698 τυφωμανία zu schreiben räth.
-
2 τυφομανία
τῡφο-μᾰνία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφομανία
-
3 τῡφομανία
τῡφο-μανία, ἡ, (1) rasende Hoffart; (2) eine Krankheit, wobei Raserei mit Schlafsucht gemischt ist -
4 τυφομανια
См. также в других словарях:
τυφομανία — η, ΝΜΑ, και τυφωμανία Α νεοελλ. ιατρ. παραλήρημα κατά τον τυφοειδή πυρετό και τον εξανθηματικό τύφο μσν. αρχ. υπερβολική αλαζονεία, μανιώδης υπερηφάνεια αρχ. (κατά τον Γαλ.) «μικτόν τι ἐκ φρενίτιδος καὶ ληθάργου πάθημα». [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος +… … Dictionary of Greek