-
1 τῡφο-μανία
τῡφο-μανία, ἡ, 1) rasende Hoffarth. – 2) eine Krankheit, wobei Raserei mit Schlafsucht gemischt ist, wofür Lob. Phryn. 698 τυφωμανία zu schreiben räth.
См. также в других словарях:
τυφωμανία — ἡ, Α βλ. τυφομανία … Dictionary of Greek
τυφομανία — η, ΝΜΑ, και τυφωμανία Α νεοελλ. ιατρ. παραλήρημα κατά τον τυφοειδή πυρετό και τον εξανθηματικό τύφο μσν. αρχ. υπερβολική αλαζονεία, μανιώδης υπερηφάνεια αρχ. (κατά τον Γαλ.) «μικτόν τι ἐκ φρενίτιδος καὶ ληθάργου πάθημα». [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος +… … Dictionary of Greek