-
1 τυρεία
-
2 τύρευμα
II metaph., intrigue, Com.Adesp.706.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύρευμα
-
3 τύρευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύρευσις
-
4 τυρευτήρ
A one who makes cheese, Ἑρμῆς τυρευτήρ Hermes as god of goatherds, and giver of goat's-milk cheese, AP9.744 (Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυρευτήρ
-
5 τυρεύω
A like τυρόω, make cheese, make into cheese, Com.Adesp.1173:—[voice] Pass.,τυρεύεται τὸ γάλα Arist.HA 522b2
: impers., τυρεύεται cheese is made, ib. 521b30.II metaph. (cf.τυρόω 1.2
), mix up cunningly, contrive by trickery and intrigue,κακόν τινι τ. Luc.Asin.31
, cf. Nic.Dam.136.6J., Adam.1.3,17: abs., concoct mischief, D.19.295:—[voice] Pass.,ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλή Ph. 2.66
. -
6 τυρέω
τῡρ-έω, = foreg., -
7 τυρίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυρίσκος
-
8 τυρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυρίτης
-
9 τυρώδης
τῡρ-ώδης, ες,A like cheese,σιτία Hp.Aff.47
, cf. Mnesith.Cyz. ap. Orib.inc.15.13, Plu.2.131e,|Sor.1.87,|Gal.6.47 ([comp] Sup.), 684; containing cheese (cf. τυρόεις and Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647c), (Cos, iv/iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυρώδης
-
10 τύρωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύρωσις
-
11 τυρωτός
A prepared with cheese, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυρωτός
-
12 κατά
κατά (1κάν O. 8.78
)1 c. gen.,a belowτὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59
b by, over of object by which one swears. κατὰ χρυσόκερω λιβανώτου (sc. εὔχεσθαι) fr. 329.2 c. acc.,a of place.I in. atΝεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87
καὶ πᾶσαν κάτα /Ἑλλάδ' εὑρήσσει O. 13.112
γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14
ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρ σανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72
κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι P. 8.86
ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην (codd.: ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann) P. 11.38κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι N. 10.17
ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται Θρ... δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς fr. 146. 2. Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.II throughout, amongκαθ' Ἕλλανας O. 1.116
O. 6.71III on, uponπατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ O. 7.36
εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα / σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (fort. tmesis, κατασπένδειν) I. 6.8IV along, onμακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν P. 4.247
πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.7
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν αἰσιᾶν οὐ κατ ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19
Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4. ]α κατὰ πᾶσαν ὁδόν Pae. 4.6
Ὁμήρου[ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες Πα. 7B. 11.bI in accordance with, according toἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον O. 8.78
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
κατ' ἐμὰν θεραπεύων μαχανάν P. 3.109
“ βασιλευομέναν οὐ κατ' αἶσαν” P. 4.107 ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι (sense and construction obscure: perhaps tmesis? καταβλέπειν) P. 8.68 καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων befittingly P. 10.26 ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν i. e. according to the will of the Muse N. 3.16 ( χεῖρα) τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις opportunely I. 2.22Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν I. 4.38
χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 2. κατ]ὰ καιρὸν[ ?fr. 346a. 3.II distributively. μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη limb by limb O. 1.49 ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος in every issue I. 4.11c of time, atτὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον, κεῖνον κατὰ χρόνον O. 10.102
ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος at the news of Jason P. 4.125d in the manner of, likeτόδε μὲν κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν μέλος πέμπεται P. 2.67
e fragg. ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν αἰθερ[ Pae. 7.11
]κατὰ χθόν ε[ Δ. 4. h. 12. ]καθ' ἁλικίαν[ Θρ. 5. 5.3 in tmesis.κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων O. 8.19
κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι P. 5.121
[κατὰ βλέπειν P. 8.68
v. supra 2. b.α. κάτα σπένδειν I. 6.8
v. supra 2. a. γ.] κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν fr. 171. -
13 πυρόμαντις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρόμαντις
-
14 τυριάνθινος
A of Tyrian-purple dye, Mart.1.53; pallium tyrianthinum, Vopisc.Carin.20.5: written [suff] τῡρ-άντινος, PHamb.10.23,30 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυριάνθινος
-
15 ὑποτρέχω
A ; - δεδρόμηκα (v. infr. IV):—run in under, ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων ran in under the spear or sword and clasped his knees, Il.21.68, Od. 10.323 (though it may be only, ran up to him);ὑ. πρὸς στέρνα πατρός E.IA 631
, cf. [ 636];ὑπὸ τοὺς πόδας τοῦ ἵππου ὑπέδραμε Hdt. 7.88
; ὑ. ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φοράν in under, within the dart's range, Antipho 3.2.4: later c. acc.,νησίον ὑ.
run under the lee of..,Act.Ap.
27.16;ὑ. πρῶνας Them.Or.13.168b
;τὸν τρίβωνα Philostr.Ep.7
: c. dat., [ ταῖς πλατάνοις] Plu.2.185e; ναυλόχοις ib.243e.III run in between, intercept,λῃστάς X.Cyr.1.2.12
; ;ἐν ταῖς συνόδοις ἡ σελήνη τὸν [τοῦ ἡλίου] κύκλον ὑποτρέχουσα Jul.Or.2.80d
(cf.ὑποθέω 1.2
);ὅταν [ἡ σελήνη] ὑπὸ τὴν φλόγα [τοῦ ἡλίου] ὑποδράμῃ D.C.60.26
; pass between a star and the earth, Ptol.Alm.8.4.2 = ὑποσκελίζω, trip up, overreach, τῶν στρατηγῶν ὑποδραμὼν τοὺς (Bentl. for τῶν) (dub. l.).3 interrupt, Diusap.Stob.4.21.17.4 usurp,τὴν Ἡρακλέους προσηγορίαν S.E.M.9.36
; τὴν τῶν θεῶν τιμήν ib.38:—[voice] Pass., τὰς ὑποδεδραμημένας ἐπιστατείας the posts into which they have crept, PTeb.24.67 (ii B. C.).IV overrun, steal over, ἔρευθος ὑ. steals over the skin, Hp.Fract.27; καί τις οἷον ἀπελπισμὸς ὑπέδραμεν τοὺς ἀνθρώπους a kind of despair came over people, Plb.30.32.11;καί τις ἔλεος αὐτὸν ὑποτρέχει Id.9.10.7
: also c. dat.,αὔτικα χρῷ τῦρ ὐπαδεδρόμακεν Sapph.2.10
; in slightly different sense, ὑπέδραμέ τις ἔννοια.. τοῖς ἀνθρώπις occurred to people, Plb.16.6.10; οὐχ ὑπέδραμε δέ it did not occur to him, Str.12.3.27, cf. Arr.Epict.4.2.2: c. acc. et inf., Plb.14.12.5.V insinuate oneself into any one's good graces, flatter, fawn upon,ὑ. τινὰ θωπείᾳ E.Or. 670
, cf. Aeschin.3.162;ὃς δ' ἂν.. χαρίζηται ὑποτρέχων Pl.R. 426c
;θωπείαις ὑποδραμών Id.Lg. 923b
;ὑ. καὶ κολακεύειν Phld.Ir.p.66
W.VI Medic., ἢν οἷον λίθοι ὑποτρέχωσιν if what seem to be stones get into the eye, Hp.Loc.Hom.13; but ὡς τὸ δάκρυον συμπεπηγὸς ὑποτρέχειν ποιέῃς so as to make the coagulated tears run off, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτρέχω
-
16 ἀναμαιμάω
ἀνα - μαιμάω (cf. μέμαα): rage through, τῦρ, Il. 20.490†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀναμαιμάω
См. также в других словарях:
Kefalotiry — Kefalotýri Kefalotýri Pays d’origine Grèce Lait de brebis modifier … Wikipédia en Français
Kefalotyri — Kefalotýri Kefalotýri Pays d’origine Grèce Lait de brebis modifier … Wikipédia en Français
Kefalotýri — Pays d’origine Grèce Lait de brebis … Wikipédia en Français
PAVONES — Hebr. Gap desc: Hebrew, pro cuthijim, i. e. Cuthaei seu Persici, 1. Regum c. 10. v. 22. et 2. Paral. c. 9. v. 21. Semel singulis trienniis ibat (Salomonis) classis in Tharsis et afferebat aurum et argentum, dentes elephantinos, simias et pavones … Hofmann J. Lexicon universale
PERSIA — quae Persis Ptol. Plin. l. 6. c. 25. et Melae, l. 1. c. 2. Farstan, et Farsistan incolis, teste Castaldô, Provincia Asiae notissima atque clarissima, inter Susianam ad occasum, et Carmaniam ad ortum; atque inter Parthiam ad Boream et sinum… … Hofmann J. Lexicon universale
Τυρινή — Η τρίτη εβδομάδα της Aποκριάς. * * * η, ΝΜ (ενν. εβδομάδα) η Τυροφάγος («τὸ σάββατον τῆς Τυρινῆς», Άνν. Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. επιθέτου τυρ ινός < Τυρός + κατάλ. ινός (πρβλ. βοδ ινός)] … Dictionary of Greek
έρυσις — ἔρυσις, ἡ (Α) [ερύω (I)] το τράβηγμα, η έλκυση («νεῶν ἐρύσεις», Μάξ. Τύρ.) … Dictionary of Greek
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… … Dictionary of Greek
διορίζω — (AM διορίζω Α και ιων. τ. διουρίζω) [ορίζω] 1. χαράζω τα όρια, διαχωρίζω 2. καθορίζω, διατάζω, συμβουλεύω νεοελλ. εγκαθιστώ κάποιον σε μια θέση, τού αναθέτω επίσημα μια υπηρεσία αρχ. μσν. ορίζω, προστάζω αρχ. 1. ορίζω λογικά, δίνω ορισμό 2.… … Dictionary of Greek