Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τῡρ-έω

См. также в других словарях:

  • Kefalotiry — Kefalotýri Kefalotýri Pays d’origine Grèce Lait de brebis modifier  …   Wikipédia en Français

  • Kefalotyri — Kefalotýri Kefalotýri Pays d’origine Grèce Lait de brebis modifier  …   Wikipédia en Français

  • Kefalotýri — Pays d’origine Grèce Lait de brebis …   Wikipédia en Français

  • PAVONES — Hebr. Gap desc: Hebrew, pro cuthijim, i. e. Cuthaei seu Persici, 1. Regum c. 10. v. 22. et 2. Paral. c. 9. v. 21. Semel singulis trienniis ibat (Salomonis) classis in Tharsis et afferebat aurum et argentum, dentes elephantinos, simias et pavones …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PERSIA — quae Persis Ptol. Plin. l. 6. c. 25. et Melae, l. 1. c. 2. Farstan, et Farsistan incolis, teste Castaldô, Provincia Asiae notissima atque clarissima, inter Susianam ad occasum, et Carmaniam ad ortum; atque inter Parthiam ad Boream et sinum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τυρινή — Η τρίτη εβδομάδα της Aποκριάς. * * * η, ΝΜ (ενν. εβδομάδα) η Τυροφάγος («τὸ σάββατον τῆς Τυρινῆς», Άνν. Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. επιθέτου τυρ ινός < Τυρός + κατάλ. ινός (πρβλ. βοδ ινός)] …   Dictionary of Greek

  • έρυσις — ἔρυσις, ἡ (Α) [ερύω (I)] το τράβηγμα, η έλκυση («νεῶν ἐρύσεις», Μάξ. Τύρ.) …   Dictionary of Greek

  • ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… …   Dictionary of Greek

  • διορίζω — (AM διορίζω Α και ιων. τ. διουρίζω) [ορίζω] 1. χαράζω τα όρια, διαχωρίζω 2. καθορίζω, διατάζω, συμβουλεύω νεοελλ. εγκαθιστώ κάποιον σε μια θέση, τού αναθέτω επίσημα μια υπηρεσία αρχ. μσν. ορίζω, προστάζω αρχ. 1. ορίζω λογικά, δίνω ορισμό 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»