-
1 τυρόνωτος
τῡρό-νωτος, ον,A cheese-backed, i. e. spread with cheese,πλακοῦντος κύκλος Ar.Ach. 1125
(cf. τυροφόρος) —parodied from Γοργόνωτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυρόνωτος
См. также в других словарях:
οστρακόνωτος — ὀστρακόνωτος, ον (Α) αυτός που έχει τα νώτα καλυμμένα με όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + νῶτον (πρβλ. τυρό νωτος)] … Dictionary of Greek