Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τυροφόρος

См. также в других словарях:

  • τυροφόρος — ον, Α τυρόνωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • τυροφόρον — τῡροφόρον , τυροφόρος with cheese on it masc/fem acc sg τῡροφόρον , τυροφόρος with cheese on it neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυροφορείον — τὸ, Α [τυροφόρος] ξύλινη σανίδα ή ράβδος στην οποία κρεμούσαν πλεκτά καλάθια με νωπό τυρί για να τό στραγγίσουν …   Dictionary of Greek

  • τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»