-
1 τυροφόρος
τῡρο-φόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυροφόρος
-
2 τυροφόρον
τῡροφόρον, τυροφόροςwith cheese on it: masc /fem acc sgτῡροφόρον, τυροφόροςwith cheese on it: neut nom /voc /acc sg -
3 τυρόνωτος
τῡρό-νωτος, ον,A cheese-backed, i. e. spread with cheese,πλακοῦντος κύκλος Ar.Ach. 1125
(cf. τυροφόρος) —parodied from Γοργόνωτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυρόνωτος
См. также в других словарях:
τυροφόρος — ον, Α τυρόνωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + φόρος*] … Dictionary of Greek
τυροφόρον — τῡροφόρον , τυροφόρος with cheese on it masc/fem acc sg τῡροφόρον , τυροφόρος with cheese on it neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυροφορείον — τὸ, Α [τυροφόρος] ξύλινη σανίδα ή ράβδος στην οποία κρεμούσαν πλεκτά καλάθια με νωπό τυρί για να τό στραγγίσουν … Dictionary of Greek
τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… … Dictionary of Greek